παρθενοπίπης: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
m (Text replacement - "<b class="b3">ῑ], ου, ὁ,</b>" to "ῑ], ου, ὁ,")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parthenopipis
|Transliteration C=parthenopipis
|Beta Code=parqenopi/phs
|Beta Code=parqenopi/phs
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, (ὀπιπεύω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one who ogles maidens]], [[seducer]], <span class="bibl">Il.11.385</span>.</span>
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, (ὀπιπεύω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one who ogles maidens]], [[seducer]], <span class="bibl">Il.11.385</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:30, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρθενοπίπης Medium diacritics: παρθενοπίπης Low diacritics: παρθενοπίπης Capitals: ΠΑΡΘΕΝΟΠΙΠΗΣ
Transliteration A: parthenopípēs Transliteration B: parthenopipēs Transliteration C: parthenopipis Beta Code: parqenopi/phs

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (ὀπιπεύω)    A one who ogles maidens, seducer, Il.11.385.

German (Pape)

[Seite 521] (ὀπιπτεύω), ὁ, Jungfrauengaffer, der nach den Mädchen guckt; voc. παρθενοπῖπα, Il. 11, 385; VLL. erkl. περιβλέπων τὰς παρθένους; vgl. γυναικοπίπης, παιδοπίπης, οἰνοπίπης.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενοπίπης: [ῑ], -ου, ὁ, (ὀπιπτεύω) ὁ περιβλέπων τὰς παρθένους, παρθενοθήρας, ὁ ἀπατῶν παρθένους, Ἰλ. Λ. 385˙ πρβλ. γυναικ-, παιδ-, οἰνοπίπης.

French (Bailly abrégé)

ου;
voc. α;
adj. m.
qui épie les jeunes filles.
Étymologie: παρθένος, ὀπιπεύω.

English (Autenrieth)

voc. -ι<<><>>πα (ὀπιπτεύω): ogler of girls, Il. 11.385†.

Greek Monolingual

-ου, ό Α
1. αυτός που ορέγεται τις παρθένους, τις κοπέλες
2. αυτός που αποπλανεί παρθένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + οπιπή (< ὀπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια»), πρβλ. γυναικ-οπίπης].

Greek Monotonic

παρθενοπίπης: [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που κυνηγά τις παρθένες, ξελογιαστής, διακορευτής, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

παρθενοπίπης: ου (ῑ) ὁ высматривающий девушек, т. е. волокита Hom.

Middle Liddell

παρθεν-οπί¯πης, ου, ὁ, ὀπιπτεύω
one who looks after maidens, a seducer, Il.