παλινδίνητος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=palindinitos
|Transliteration C=palindinitos
|Beta Code=palindi/nhtos
|Beta Code=palindi/nhtos
|Definition=[<b class="b3">δῑ], ον</b>, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[whirling round and round]], θάλασσα <span class="title">AP</span>9.73 (Antiphil.); <b class="b3">κόσμοιο παλινδίνητον ἀνάγκην</b> ib.<span class="bibl">1.19</span> (Claudian.), cf. <span class="bibl">9.505.14</span>.</span>
|Definition=[<b class="b3">δῑ], ον</b>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[whirling round and round]], θάλασσα <span class="title">AP</span>9.73 (Antiphil.); <b class="b3">κόσμοιο παλινδίνητον ἀνάγκην</b> ib.<span class="bibl">1.19</span> (Claudian.), cf. <span class="bibl">9.505.14</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:55, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλινδίνητος Medium diacritics: παλινδίνητος Low diacritics: παλινδίνητος Capitals: ΠΑΛΙΝΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: palindínētos Transliteration B: palindinētos Transliteration C: palindinitos Beta Code: palindi/nhtos

English (LSJ)

[δῑ], ον, A whirling round and round, θάλασσα AP9.73 (Antiphil.); κόσμοιο παλινδίνητον ἀνάγκην ib.1.19 (Claudian.), cf. 9.505.14.

German (Pape)

[Seite 450] hin und her wirbelnd; θάλασσα, Antiphil. 32 (IX, 73); κόσμοιο ἀνάγκη, Claudian. ep. (I, 19); vgl. das Epigr. auf die Musen (IX, 505), wo es von der Urania heißt ἀστρῴην ἐδίδαξα παλινδίνητον ἀνάγκην, der Himmelsbewegung Gesetz. – Zurückgewendet, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλινδίνητος: -ον, ὁ πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ πάλιν πρὸς τὰ ὀπίσω δινούμενος, θάλασσα Ἀνθ. Π. 9. 73· κόσμοιο παλινδίνητον ἀνάγκην αὐτόθι 1. 19, πρβλ. 9. 505, 14· ― ὁ ὑποστρέφων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 14. 28. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παλινδίνητον· συνεχές ...».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui tournoie sur soi-même;
2 qui revient sur ses pas.
Étymologie: πάλιν, δινέω.

Greek Monolingual

παλινδίνητος, -ον (Α)
1. αυτός που συστρέφεται προς τα εμπρός και προς τα πίσωπαλινδίνητος θάλασσα», Ανθ. Παλ.)
2. αυτός που τρέχει προς τα πίσω
3. (κατά τον Ησύχ.) «παλινδίνητον
συνεχές».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δινῶ «περιστρέφω, στροβιλίζω»].

Greek Monotonic

πᾰλινδίνητος: [ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται μπρος και πίσω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλινδίνητος: (δῑ) непрерывно возвращающийся, находящийся в постоянном круговращении (θάλασσα, κόσμοιο ἀνάγκη Anth.).

Middle Liddell

πᾰλῑν-δίνητος, ον,
whirling round and round, Anth.