παρωνυχία: Difference between revisions
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paronychia | |Transliteration C=paronychia | ||
|Beta Code=parwnuxi/a | |Beta Code=parwnuxi/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[whitlow]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>2.6.27</span>, Plu.2.43b, al., <span class="bibl">Jul.<span class="title">Gal.</span> 245d</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[plant reputed to be a cure for whitlow]], Dsc.4.54, Gal.12.96, <span class="bibl">Paul.Aeg.7.3</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> [[trifle]], <span class="bibl">Plb.12.4a</span>. | |Definition=ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[whitlow]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>2.6.27</span>, Plu.2.43b, al., <span class="bibl">Jul.<span class="title">Gal.</span> 245d</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[plant reputed to be a cure for whitlow]], Dsc.4.54, Gal.12.96, <span class="bibl">Paul.Aeg.7.3</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> [[trifle]], <span class="bibl">Plb.12.4a</span>.''1''.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:30, 29 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A whitlow, Hp.Epid.2.6.27, Plu.2.43b, al., Jul.Gal. 245d. II plant reputed to be a cure for whitlow, Dsc.4.54, Gal.12.96, Paul.Aeg.7.3. III trifle, Plb.12.4a.1.
German (Pape)
[Seite 530] ἡ, = Folgdm; Hippocr.; Plut. vrbdt οὐκ ἔστι σοι περὶ παρωνυχίας ὁ λόγος, de audit. 7, vgl. de adul. et amic. discr. 49.
Greek (Liddell-Scott)
παρωνῠχία: ἡ, κοινῶς «παρανυχίδα», καὶ Λατ. reduvia, ἀπόστημα παρὰ τὴν ῥίζαν τοῦ ὄνυχος, Ἱππ. 1056D, Πλούτ. 2. 43Α· 73Β, 440Α, Παῦλ. Αἰγιν. 3, 81, Θεοφ. Νονν. τ. 2. σ. 212, κτλ.· ― ὡσαύτως παρωνῠχίς, -ίδος, ἡ, Ἱεροκλ. σ. 308 Boiss., Σουΐδ ΙΙ. φυτόν τι φημιζόμενον ὡς θεραπεῦον παρωνυχίας, Διοσκ. 4. 54, Γαλην., κλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
panaris, abcès à la racine de l’ongle.
Étymologie: παρά, ὄνυξ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
1. οξεία ή χρόνια φλεγμονή της πτυχής που περιβάλλει το νύχι
2. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας καρυοφυλλίδες, το αφέψημα του οποίου χρησιμοποιείται στη λαϊκή ιατρική ως στομαχικό και αντιασθματικό, κν. καλαγκάθι
αρχ.
το παρωνύχιο, η πτυχή γύρω από το νύχι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ωνυχία (< -ώνυχος < ὄνυξ, -υχος), πρβλ. ακρ-ωνυχία. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Russian (Dvoretsky)
παρωνῠχία: ἡ заусеница Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρωνυχία -ας, ἡ, Ion. παρωνυχίη [παρά, ὄνυξ] ontsteking bij de nagel.