συμπλεκτικός: Difference between revisions

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symplektikos
|Transliteration C=symplektikos
|Beta Code=sumplektiko/s
|Beta Code=sumplektiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[twining]] or [[plaiting together]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span> 282d</span>; ἡ σ. τέχνη <span class="bibl">Poll.7.207</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> Gramm., <b class="b3">σ. σύνδεσμος</b> a [[copulative]] conjunction, <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.2.68</span>, <span class="bibl">D.T.642.24</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>218.14</span>, al. Adv. -κῶς <span class="bibl">Id.<span class="title">Synt.</span>9.22</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[twining]] or [[plaiting together]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span> 282d</span>; ἡ σ. τέχνη <span class="bibl">Poll.7.207</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Gramm., <b class="b3">σ. σύνδεσμος</b> a [[copulative]] conjunction, <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.2.68</span>, <span class="bibl">D.T.642.24</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>218.14</span>, al. Adv. -κῶς <span class="bibl">Id.<span class="title">Synt.</span>9.22</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:20, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπλεκτῐκός Medium diacritics: συμπλεκτικός Low diacritics: συμπλεκτικός Capitals: ΣΥΜΠΛΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: symplektikós Transliteration B: symplektikos Transliteration C: symplektikos Beta Code: sumplektiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A twining or plaiting together, Pl.Plt. 282d; ἡ σ. τέχνη Poll.7.207. 2 Gramm., σ. σύνδεσμος a copulative conjunction, Chrysipp.Stoic.2.68, D.T.642.24, A.D.Adv.218.14, al. Adv. -κῶς Id.Synt.9.22.

German (Pape)

[Seite 988] ή, όν, mit verflechtend, verbindend, Plat. Polit. 282 d.

Greek (Liddell-Scott)

συμπλεκτῐκός: -ή, -όν, ὁ συμπλέκων, πλέκων ὁμοῦ, Πλάτ. Πολιτ. 282D· ἡ σ. τέχνη Πολυδ. Ζϳ, 207· ἐπὶ συνδέσμων, συμπεπλεγμένων δὲ ἐστιν ἀξίωμα, ὃ ὑπὸ τινων συμπλεκτικῶν συνδέσμων συμπέπλεκται Διογ. Λ. 7. 72. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. 15.

Greek Monolingual

-ή, -ό/συμπλεκτικός, -ή, -όν, ΝΑ, και συμπλεχτικός, -ή, -ό, Ν συμπλέκω
1. αυτός που συμπλέκει
2. φρ. «συμπλεκτικοί σύνδεσμοι»
(στην παρατακτική σύνδεση) σύνδεσμοι που συμπλέκουν, συνενώνουν, καταφατικά ή αποφατικά, ομοειδείς λέξεις ή προτάσεις και οι οποίοι διακρίνονται σε καταφατικούς: τέ, καί, και σε αποφατικούς: οὔτε, μήτε, οὐδέ, μηδέ και στη νεοελλ. και, κι, ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ, και δε(ν), μη δε(ν), και μη(ν), αντιστοίχως
νεοελλ.
φρ. «συμπλεκτικός ιστός»
(πετρογρ.) ιστός ορισμένων εκρηξιγενών πετρωμάτων στα οποία ένα ή περισσότερα ορυκτά, λ.χ. χαλαζίας, περικλείονται και αλληλοδιεισδύουν μέσα σε ένα άλλο ορυκτό διαφορετικής σύστασης, λ.χ. σε άστριο.
επίρρ...
συμπλεκτικώς / συμπλεκτικῶς ΝΑ
με συμπλεκτικό σύνδεσμο.

Russian (Dvoretsky)

συμπλεκτικός:
1) сплетающий, занимающийся переплетением Plat.;
2) грам. соединительный (δεσμός Diog. L.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπλεκτικός -ή -όν [συμπλέκω] te maken hebbend met (het) in elkaar vlechten.