συνηγορία: Difference between revisions
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synigoria | |Transliteration C=synigoria | ||
|Beta Code=sunhgori/a | |Beta Code=sunhgori/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[advocacy of]] another's [[cause]], <span class="bibl">Aeschin.3.7</span> (pl.); μετὰ -ίας ἐπιρρωννύντες Phld.<span class="title">Ir.</span>p.65 W.; εἰς τὴν -ίαν τοῦ ἴδια πάθη γίνεσθαι γυναικῶν <span class="bibl">Sor.2.3</span>, cf. Gal.15.578; [[right to practise as an advocate]], PGiss.40 ii 4(iii A.D.): pl., περὶ τῶν συμμάχων Arist.<span class="title">Rh. Al.</span>1425a7, cf. <span class="title">OGI</span>567.19 (Attalia, ii A.D.), <span class="title">CIG</span>2795 (Aphrodisias). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">ἡ συνηγορία τοῦ τι εἶναι</b> the [[affirmative]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span> 235.13</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> ἀπὸ -ῶν ταμείου [[sometime advocatus fisci]], IG3.712a.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:50, 31 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A advocacy of another's cause, Aeschin.3.7 (pl.); μετὰ -ίας ἐπιρρωννύντες Phld.Ir.p.65 W.; εἰς τὴν -ίαν τοῦ ἴδια πάθη γίνεσθαι γυναικῶν Sor.2.3, cf. Gal.15.578; right to practise as an advocate, PGiss.40 ii 4(iii A.D.): pl., περὶ τῶν συμμάχων Arist.Rh. Al.1425a7, cf. OGI567.19 (Attalia, ii A.D.), CIG2795 (Aphrodisias). 2 ἡ συνηγορία τοῦ τι εἶναι the affirmative, A.D.Synt. 235.13. 3 ἀπὸ -ῶν ταμείου sometime advocatus fisci, IG3.712a.
Greek (Liddell-Scott)
συνηγορία: ἡ, τὸ συνηγορεῖν ὑπέρ τινος, ἀγόρευσις ὑπέρ τινος ἐν τῷ δικαστηρίῳ, Αἰσχίν. 54. 33· περὶ τῶν συμμάχων Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 3. 26· ἐν τῷ παθητ., Συλλ. Ἐπιγρ. 279?.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
plaidoyer, défense.
Étymologie: συνήγορος.
Greek Monolingual
η, ΝΑ συνήγορος
το έργο του συνηγόρου, αγόρευση στο δικαστήριο για την υπεράσπιση διαδίκου
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) κάθε λόγος ή πράξη που λέγεται ή γίνεται προκειμένου να υποστηριχθεί μία άποψη ή ένα άτομο
αρχ.
1. (ιδίως) υπεράσπιση τών συμφερόντων της πόλεως κατά τις τελωνιακές δίκες
2. το δικαίωμα να υπερασπίζει κανείς κάποιον στο δικαστήριο
3. ηθική βοήθεια, ηθική ενίσχυση
4. μαρτυρία για κάτι («εἰς τὴν συνηγορίαν τοῡ ἴδια πάθη γίνεσθαι γυναικῶν», Σωρ.)
5. επιβεβαίωση, κατάφαση, παραδοχή.
Greek Monotonic
συνηγορία: ἡ, δικαστική υπεράσπιση κάποιου, αγόρευση υπέρ κάποιου στο δικαστήριο, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
συνηγορία: ἡ судебная защита, тж. защитительная речь Aeschin., Arst. etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνηγορία -ας, ἡ [συνήγορος] verdediging (voor de rechtbank).
Middle Liddell
συνηγορία, ἡ, [from συνηγορέω
advocacy of another's cause, a speech in his behalf, Aeschin.