σύγκληρος: Difference between revisions
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygkliros | |Transliteration C=sygkliros | ||
|Beta Code=su/gklhros | |Beta Code=su/gklhros | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[having lots]] or [[portions that join]], [[bordering]], [[neighbouring]], χθών <span class="bibl">E.<span class="title">Heracl.</span>32</span>; τείχεα <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>1</span>; [[sharing a]] [[κλῆρος]], <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>1.19</span> (iii B.C.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b2">joined by lot to, allotted to</b>, θνητῷ βίῳ Plu.2.103f, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>24</span>: c. gen., [[belonging to as portion]], Lyc. 995.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:10, 31 December 2020
English (LSJ)
ον, A having lots or portions that join, bordering, neighbouring, χθών E.Heracl.32; τείχεα Nic.Al.1; sharing a κλῆρος, PCair.Zen.1.19 (iii B.C.). II joined by lot to, allotted to, θνητῷ βίῳ Plu.2.103f, cf. Luc.Am.24: c. gen., belonging to as portion, Lyc. 995.
German (Pape)
[Seite 968] mitlooscnd; – zufällig zusammentreffend, angränzend, Eur. σύγκληρον ἐλθόντες χώραν, Heracl. 32, τείχεα, Nic. Al. 1; – durchs Loos zugetheilt, ὅτι θνητῷ σύγκληρός ἐστι βίῳ, Plut. consol. ad Apoll. p. 321.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκληρος: -ον, ὁ συμμεριζόμενος τὸν αὐτὸν κλῆρον, συνορεύων, γειτνιάζων, γειτονικός, χθὼν Εὐρ. Ἡρακλ. 32˙ τείχεα Νικ. Ἀλεξιφ. 1. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ κλήρου ὁριζόμενος, τὴν αὐτὴν τύχην ἔχων, ὁμόκληρος σ. θνητῷ βίῳ Πλούτ. 2. 103F˙ μετὰ γεν. Λυκόφρ. 995.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
assigné par un sort commun.
Étymologie: σύν, κλῆρος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που μετέχει στον ίδιο κλήρο
2. αυτός που συνορεύει, γειτονικός («Μαραθῶνα καὶ σύγκληρον ἐλθόντα χθόνα», Ευρ.)
3. αυτός που έχει την ίδια τύχη με άλλον
4. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως μερίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κλῆρος (πρβλ. απόκληρος)].
Greek Monotonic
σύγκληρος: -ον, αυτός που μοιράζεται τον ίδιο κλήρο, το ίδιο χωράφι, αυτός που συνορεύει, γειτονικός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
σύγκληρος:
1) пограничный, сопредельный (χθών Eur.);
2) выпавший на долю (θνητῷ βίῳ Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύγκληρος -ον [σύν, κλῆρος] aangrenzend. Eur. Hcld. 32. lotsverbonden met, met dat..; [Luc.] 49.24; subst. lotgenoot. Luc. 69.328.
Middle Liddell
σύγ-κληρος, ον,
having portions that join, bordering, neighbouring, Eur.