χρονικός: Difference between revisions
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chronikos | |Transliteration C=chronikos | ||
|Beta Code=xroniko/s | |Beta Code=xroniko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or [[concerning time]], [[temporal]], opp. [[τοπικός]], <span class="bibl">Plot.3.7.9</span>; <b class="b3">χ. ποίησις</b> creation [[in time]], <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>4.146b</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> ib.<span class="bibl">145d</span>, <span class="bibl">Prisc.Lyd.36.2</span>, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span> 404</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[chronological]], κανόνες <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span>27</span>: <b class="b3">τὰ χ</b>. (sc. [[βιβλία]]) [[annals]] or [[chronology]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Them.</span>27</span>; <b class="b3">αἱ χρονικαί</b> (sc. [[γραφαί]]) <span class="bibl">D.H. 1.8</span>; χ. σύνταξις <span class="bibl">D.S.13.103</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> Gramm., <b class="b3">χ. ἐπιρρήματα</b> adverbs [[of time]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>15.24</span>, cf. Sch.Il.<span class="title">Oxy.</span>221i5; [[temporal]], i.e. quantitative, παράγγελμα <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>58.22</span>; of the [[temporal]] augment, χ. αὐξήσεις <span class="bibl">Eust.72.45</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> [[in respect of time]], διαφέρειν <span class="bibl">A.D. <span class="title">Synt.</span>209.23</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:50, 31 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A of or concerning time, temporal, opp. τοπικός, Plot.3.7.9; χ. ποίησις creation in time, Jul.Or.4.146b. Adv. -κῶς ib.145d, Prisc.Lyd.36.2, Dam.Pr. 404. II chronological, κανόνες Plu.Sol.27: τὰ χ. (sc. βιβλία) annals or chronology, Id.Them.27; αἱ χρονικαί (sc. γραφαί) D.H. 1.8; χ. σύνταξις D.S.13.103. III Gramm., χ. ἐπιρρήματα adverbs of time, A.D.Pron.15.24, cf. Sch.Il.Oxy.221i5; temporal, i.e. quantitative, παράγγελμα A.D.Pron.58.22; of the temporal augment, χ. αὐξήσεις Eust.72.45. Adv. -κῶς in respect of time, διαφέρειν A.D. Synt.209.23.
German (Pape)
[Seite 1377] von der Zeit, zur Zeit gehörig, die Zeit betreffend; κανόνες Plut. Sol. 27; dah. τὰ χρονικά, sc. βιβλία, Zeit- oder Geschichtsbücher, Them. 27 u. A. – Adv. χρονικῶς, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρονικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς τὸν χρόνον, κανόνες Πλουτ. Σόλ. 27· - τὰ χρονικὰ (ἐξυπακ. βιβλία), ὡς καὶ νῦν, χρονικὰ ἢ (μᾶλλον) χρονολογία, ὁ αὐτ. ἐν Θεμιστ. 27· οὕτως, αἱ χρονικαὶ (ἐξυπακ. γραφαὶ) Διονύσ. Ἀλ. 1. 8. 2) παρὰ τοῖς γραμμ. ἐπὶ χρονικῆς αὐξήσεως, Εὐστ. 72. 48. - Ἐπιρρ. -κῶς, Α. Β, 1016.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le temps ou une période de temps ; τὰ χρονικά (βίβλια) PLUT, αἱ χρονικαί (γραφαί) LUC les chroniques, les annales.
Étymologie: χρόνος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χρονικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χρόνος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρόνο (α. «χρονική στιγμή» β. «χρονικό διάστημα» γ. «χρονική υστέρηση» δ. «οὔ μοι δοκῶ προήσεσθαι χρονικοῑς τισι λεγομένοις κανόσιν», Πλούτ.)
2. γραμμ. δηλωτικός χρόνου (α. «χρονικές προτάσεις» β. «χρονικοί σύνδεσμοι» γ. «χρονικοί προσδιορισμοί»
δ) «χρονικὴν αὔξησιν», Ευστ.
ε. «χρονικά επιρρήματα», Απόλλ. Δύσκ.)
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. βλ. χρονικό
αρχ.
(το ουδ. και θηλ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χρονικά και αἱ χρονικαί
(ενν. γραφαί) τα ιστορικά βιβλία.
επίρρ...
χρονικώς / χρονικῶς, ΝΜΑ, και χρονικά Ν
σε σχέση με τον χρόνο, από χρονική άποψη.
Greek Monotonic
χρονικός: -ή, -όν (χρόνος), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρόνο, κανόνες, σε Πλούτ.· τὰ χρονικά (ενν. βιβλία), χρονολογία, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
χρονικός:
1) касающийся летосчисления, хронологический (κανόνες Plut.);
2) грам. временной.
Middle Liddell
χρονικός, ή, όν χρόνος
of or concerning time, κανόνες Plut.:— τὰ χρονικά (sc. βιβλίἀ chronology, Plut.