ἀνδραγαθίζομαι: Difference between revisions
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=andragathizomai | |Transliteration C=andragathizomai | ||
|Beta Code=a)ndragaqi/zomai | |Beta Code=a)ndragaqi/zomai | ||
|Definition=aor. <span class="sense"> | |Definition=aor. <span class="sense"><span class="bld">A</span> ἀνδραγαθίσασθαι <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>5.101</span>:—[[act uprightly]], <b class="b3">εἴ τις ἀπραγμοσύνη -ίζεται</b> if any one thinks to sit at home and [[play the honest man]], <span class="bibl">Th.2.63</span>; ἐκ τοῦ ἀκινδύνου ἀ. <span class="bibl">Id.3.40</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">VV</span>1250b4</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:45, 31 December 2020
English (LSJ)
aor. A ἀνδραγαθίσασθαι App.BC5.101:—act uprightly, εἴ τις ἀπραγμοσύνη -ίζεται if any one thinks to sit at home and play the honest man, Th.2.63; ἐκ τοῦ ἀκινδύνου ἀ. Id.3.40, cf. Arist.VV1250b4.
German (Pape)
[Seite 216] sich als braver, guter Mann zeigen, Thuc. 2, 63. 3, 40, ἀπραγμοσύνῃ -ίζεται, er will ohne zu handeln brav sein.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρᾰγᾰθίζομαι: ἀόρ. ἀνδραγαθίσασθαι Ἀππ. Ἐμφ. Πόλ. 5. 101: -ἀποθ.: φέρομαι γενναιοπρεπῶς, ὡς ἁρμόζει εἰς γενναῖον ἄνδρα, εἴ τις ... ἀπραγμοσύνῃ ἀνδραγαθίζεται, εἴ τις ... ὑπὸ ἀπραγμοσύνης ἀνδραγαθίαν ἐπιδείκνυται, Θουκ. 2. 63· ἐκ τοῦ ἀκινδύνου ἀνδραγαθίζεσθαι ὁ αὐτ. 3. 40· ἔτι δὲ ἀνδρείας ἐστὶ καὶ τὸ πονεῖν καὶ καρτερεῖν καὶ αἱρεῖσθαι ἀνδραγαθίζεσθαι Ἀριστ. π. Ἀρετ. καὶ Κακιῶν 4. 4.
French (Bailly abrégé)
c. ἀνδραγαθέω.
Spanish (DGE)
1 sent. irón. hacerse el bueno, el virtuoso εἴ τις καὶ τόδε ἐν τῷ παρόντι δεδιὼς ἀπραγμοσύνῃ ἀνδραγαθίζεται Th.2.63, ἐκ τοῦ ἀκινδύνου ἀνδραγαθίζεσθαι Th.3.40, ἀκινδύνως ἀνδραγαθίζεσθαι D.C.60.30.5.
2 portarse como un hombre, obrar rectamente ἔστι δὲ ἀνδρείας καὶ τὸ πονεῖν καὶ καρτερεῖν καὶ [αἱρεῖσθαι] ἀνδραγαθίζεσθαι Arist.VV 1250b4, cf. App.BC 5.101.
3 obrar valerosamente Ph.2.132, 298.
Greek Monolingual
(Α ἀνδραγαθίζομαι)
ανδραγαθώ, κάνω ανδραγάθημα
αρχ.
είμαι ή εμφανίζομαι ως γενναίος, παριστάνω το παληκάρι.
Greek Monotonic
ἀνδρᾰγᾰθίζομαι: (ἀνήρ, ἀγαθός), ενεργώ, πράττω γενναία, με τιμιότητα, ενεργώ ως τίμιος άνδρας, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρᾰγᾰθίζομαι: Thuc., Arst. = ἀνδραγαθέω.
Middle Liddell
ἀνήρ, ἀγαθός
Dep. to act bravely, honestly, play the honest man, Thuc.