Τηλέγονος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 27: Line 27:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[γιος]] του Οδυσσέως και της Κίρκης ή, κατ' [[άλλη]] [[παράδοση]], της Καλυψώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τηλ</i>(<i>ε</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>αρτί</i>-<i>γονος</i>].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[γιος]] του Οδυσσέως και της Κίρκης ή, κατ' [[άλλη]] [[παράδοση]], της Καλυψώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τηλ</i>(<i>ε</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>αρτί</i>-<i>γονος</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Τηλέγονος:''' ὁ Телегон (сын Одиссея и Кирки) Hes.
|elrutext='''Τηλέγονος:''' ὁ Телегон (сын Одиссея и Кирки) Hes.
}}
}}

Revision as of 21:45, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τηλέγονος Medium diacritics: Τηλέγονος Low diacritics: Τηλέγονος Capitals: ΤΗΛΕΓΟΝΟΣ
Transliteration A: Tēlégonos Transliteration B: Tēlegonos Transliteration C: Tilegonos Beta Code: Thle/gonos

English (LSJ)

ον, only found as pr. name, Hes.Th.1014, Arist.Po. 1453b33, etc.; = A Proculus, Gloss. (Proculus is expld. as qui patre longius peregrinante nascitur, ib.).

German (Pape)

[Seite 1105] fern vom Vater od. vom Vaterlande geboren, kommt wohl nur als nom. pr. vor.

Greek (Liddell-Scott)

τηλέγονος: -ον, ὁ γεννηθεὶς μακρὰν τοῦ πατρός του, πρβλ. τηλύγετος, εὕρηται δὲ μόνον ὡς κύριον ὄνομα, ὡς τὸ Λατ. Proculus, Ἡσ. Θ. 1014, κλπ.

Greek Monotonic

τηλέγονος: -ον (γίγνομαι), αυτός που γεννήθηκε μακριά από τον πατέρα του ή την πατρίδα του, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

τηλέ-γονος, ον, γίγνομαι
born far from one's father or fatherland, Hes.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Télégonos, fils d’Ulysse et de Circé.
Étymologie: τῆλε, γίγνομαι.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
γιος του Οδυσσέως και της Κίρκης ή, κατ' άλλη παράδοση, της Καλυψώς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τηλ(ε)- + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. αρτί-γονος].

Russian (Dvoretsky)

Τηλέγονος: ὁ Телегон (сын Одиссея и Кирки) Hes.