αὐαλέος: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(αὐᾰλέος) -α, -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> αὑᾰλέος Call.<i>Cer</i>.6<br /><b class="num">1</b> [[seco]] ἀ. χρὼς ὑπὸ καύματος Hes.<i>Op</i>.588, cf. D.P.966, [[αὐαλέος]] ψαφαρῷ χροΐ Nonn.<i>D</i>.26.104, [[δάκρυ]] Q.S.14.392, αὐαλέοις ὄμμασι <i>AP</i> 5.280 (Antiphil.), [[ἄρτος]] Androm.103, κόγχος Timo <i>SHell</i>.777<br /><b class="num">•</b>de la boca [[reseca]] αὐτμὴ αὐ. στομάτων A.R.2.666, cf. Call.l.c., en un moribundo ἐπὶ χείλεσιν αὐαλέοισιν Q.S.10.280<br /><b class="num">•</b>de plantas [[marchito]], [[agostado]] θάμνοι A.R.1.1028, Q.S.8.89, φῦκος Orph.<i>A</i>.246, [[ἄμπελος]] Orph.<i>A</i>.608, cf. <i>AP</i> 7.141 (Antiphil.)<br /><b class="num">•</b>del cabello en total abandono [[lacio]], [[marchito]] αὐαλέαι ... κόμαι Q.S.9.364.<br /><b class="num">2</b> fig. [[lánguido]], [[alicaído]] de unos peces a punto de ser devorados ἔσταν δ' αὐαλέοι καὶ ἀμήχανοι Opp.<i>H</i>.2.78.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[αὖος]].
|dgtxt=(αὐᾰλέος) -α, -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> αὑᾰλέος Call.<i>Cer</i>.6<br /><b class="num">1</b> [[seco]] ἀ. χρὼς ὑπὸ καύματος Hes.<i>Op</i>.588, cf. D.P.966, [[αὐαλέος]] ψαφαρῷ χροΐ Nonn.<i>D</i>.26.104, [[δάκρυ]] Q.S.14.392, αὐαλέοις ὄμμασι <i>AP</i> 5.280 (Antiphil.), [[ἄρτος]] Androm.103, κόγχος Timo <i>SHell</i>.777<br /><b class="num">•</b>de la boca [[reseca]] αὐτμὴ αὐ. στομάτων A.R.2.666, cf. Call.l.c., en un moribundo ἐπὶ χείλεσιν αὐαλέοισιν Q.S.10.280<br /><b class="num">•</b>de plantas [[marchito]], [[agostado]] θάμνοι A.R.1.1028, Q.S.8.89, φῦκος Orph.<i>A</i>.246, [[ἄμπελος]] Orph.<i>A</i>.608, cf. <i>AP</i> 7.141 (Antiphil.)<br /><b class="num">•</b>del cabello en total abandono [[lacio]], [[marchito]] αὐαλέαι ... κόμαι Q.S.9.364.<br /><b class="num">2</b> fig. [[lánguido]], [[alicaído]] de unos peces a punto de ser devorados ἔσταν δ' αὐαλέοι καὶ ἀμήχανοι Opp.<i>H</i>.2.78.<br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[αὖος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:20, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐᾰλέος Medium diacritics: αὐαλέος Low diacritics: αυαλέος Capitals: ΑΥΑΛΕΟΣ
Transliteration A: aualéos Transliteration B: aualeos Transliteration C: avaleos Beta Code: au)ale/os

English (LSJ)

α, ον, (αὖος) A dry, parched, withered, αὐ. χρὼς ὑπὸ καύματος Hes.Op.588; of hair, rough, dub. in Simon.37.9, cf.AP7.141 (Antiphil.); of plants, Orph.A.246; of the mouth, Call.Cer.6; of eyes, sleepless, AP5.279 (Agath.); αὐαλέῃ ἐνὶ κόγχῳ prob. in Timo 3.— Late in Prose, Aret.SD2.2, al. (αὑ- Call. l.c.)

Greek (Liddell-Scott)

αὐᾰλέος: -α, -ον, (αὖος) ξηρός, κατάξηρος, μεμαραμμένος, αὐαλέος δέ τε χρὼς ὑπὸ καύματος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 586· ἐπὶ κόμης, αὐχμηρός, αὐαλέαν ὕπερθε τεὰν κόμαν Σιμων. 50. 9· ἐπὶ φυτῶν, Ὀρφ. Ἀργ. 248· ἐπὶ τοῦ στόματος, Καλλ. εἰς Δήμ. 6· ἐπὶ ὀφθαλμῶν, ἄϋπνος, Ἀνθ. Π. 5. 280. Πρβλ. αὐσταλέος, αὐχμηρός.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
desséché, sec en parl. de la peau, des cheveux, de plantes ; fig. raide ou immobile de stupeur.
Étymologie: αὖος.

Spanish (DGE)

(αὐᾰλέος) -α, -ον
• Alolema(s): αὑᾰλέος Call.Cer.6
1 seco ἀ. χρὼς ὑπὸ καύματος Hes.Op.588, cf. D.P.966, αὐαλέος ψαφαρῷ χροΐ Nonn.D.26.104, δάκρυ Q.S.14.392, αὐαλέοις ὄμμασι AP 5.280 (Antiphil.), ἄρτος Androm.103, κόγχος Timo SHell.777
de la boca reseca αὐτμὴ αὐ. στομάτων A.R.2.666, cf. Call.l.c., en un moribundo ἐπὶ χείλεσιν αὐαλέοισιν Q.S.10.280
de plantas marchito, agostado θάμνοι A.R.1.1028, Q.S.8.89, φῦκος Orph.A.246, ἄμπελος Orph.A.608, cf. AP 7.141 (Antiphil.)
del cabello en total abandono lacio, marchito αὐαλέαι ... κόμαι Q.S.9.364.
2 fig. lánguido, alicaído de unos peces a punto de ser devorados ἔσταν δ' αὐαλέοι καὶ ἀμήχανοι Opp.H.2.78.
• Etimología: v. αὖος.

Greek Monolingual

αὐαλέος, -α, -ον (Α)
1. ξερός, στεγνός
2. μαραμένος, ηλιοκαμένος
3. (για τα μάτια) άυπνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επαυξημένος τ. του ουσ. αύος με το επίθημα -αλέος (πρβλ. αζαλέος, ισχαλέος κ.ά.)].

Greek Monotonic

αὐᾰλέος: -α, -ον (αὖος), ξηρός, μαραμένος, σε Ησίοδ.· λέγεται για τα μάτια, στεγνά, άυπνα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

αὐᾰλέος:
1) высохший, опаленный (χρὼς ὑπὸ καύματος Hes.; κίκινοι Theocr.; κόμη δένδρων Anth.);
2) досл. сухой, перен. бессонный (ὄμματα Anth.).

Middle Liddell

αὖος
dry, parched, Hes.; of eyes, dry, sleepless, Anth.