γονυπετής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[γονυπετής]], -ές)<br />ο [[γονατιστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γόνυ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δυσπετής]], [[χαμαιπετής]])].
|mltxt=-ές (AM [[γονυπετής]], -ές)<br />ο [[γονατιστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γόνυ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]] ([[πρβλ]]. [[δυσπετής]], [[χαμαιπετής]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:43, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γονῠπετής Medium diacritics: γονυπετής Low diacritics: γονυπετής Capitals: ΓΟΝΥΠΕΤΗΣ
Transliteration A: gonypetḗs Transliteration B: gonypetēs Transliteration C: gonypetis Beta Code: gonupeth/s

English (LSJ)

ές, (πεσεῖν) A falling on the knee, Tim.Pers.189; ἕδραι γ. a kneeling posture, E.Ph.293.

German (Pape)

[Seite 502] ές, knie-, fußfällig, γονυπετεῖς ἕδ ρας προσπιτνῶ σ' ἄναξ Eur. Phoen. 300; Synes.

Greek (Liddell-Scott)

γονῠπετής: -ές, (πεσεῖν) πίπτων εἰς τὰ γόνατα, ἕδραι γον., ἡ στάσις τοῦ γονατισμένου, γονατιστός, Εὐρ. Φοιν. 293, Συνέσ. Ἐπ. 57.

Spanish (DGE)

(γονῠπετής) -ές
1 postrado de hinojos σῶμα Tim.15.176, ἕδραι γονυπετεῖς posturas arrodilladas E.Ph.293, ἱκέτης Synes.Ep.41 (p.58), como pred. ὁ δ' ... γ. ἐδεῖτο αὐτοῦ App.Ill.9, ἀποδέχονται γονυπετεῖς τὴν ἐπαρχότητα reciben postrados de hinojos el cargo de prefecto Lyd.Mag.2.9.
2 adv. -ῶς de hinojos προτρέποντος Lyd.Mag.2.17.

Greek Monolingual

-ές (AM γονυπετής, -ές)
ο γονατιστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + -πετής < πίπτω (πρβλ. δυσπετής, χαμαιπετής)].

Greek Monotonic

γονῠπετής: -ές (πί-πτω), αυτός που πέφτει στα γόνατα· ἕδραι γονυπετεῖς, η στάση ικεσίας του γονατισμένου, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

γονυπετής: (у)павший на колени, коленопреклоненный Eur.

Middle Liddell

γόνυ, πίπτω
falling on the knee, ἕδραι γον. a kneeling posture, Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γονυπετής -ές γόνυ, πίπτω geknield, op zijn knieën :. γονυπετεῖς ἕδρας προσπίτνω σε in een geknielde positie val ik voor u neer Eur. Phoen. 293.