πλεόνασμα: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
m (Text replacement - "Ueber" to "Über") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pleonasma | |Transliteration C=pleonasma | ||
|Beta Code=pleo/nasma | |Beta Code=pleo/nasma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"> | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[superfluity]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Nu.</span>31.32</span>; opp. [[ἔνδεια]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>133.14</span>, cf. Gal.16.417; opp. <b class="b3">τὸ ὁλόκληρον</b>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>59.7</span>; [[surplus]] of production, <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>78.7</span> (ii B. C.), <span class="bibl">81.27</span> (pl., ii B. C.); π. γῆς <span class="bibl"><span class="title">Ostr.Bodl.</span> i 97</span> (ii B. C.), cf. <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>344</span> (ii A. D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:30, 30 December 2020
English (LSJ)
ατος, τό, A superfluity, LXX Nu.31.32; opp. ἔνδεια, A.D.Synt.133.14, cf. Gal.16.417; opp. τὸ ὁλόκληρον, A.D.Pron.59.7; surplus of production, PTeb.78.7 (ii B. C.), 81.27 (pl., ii B. C.); π. γῆς Ostr.Bodl. i 97 (ii B. C.), cf. PTeb.344 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 630] τό, Überfluß, Oft-, Vielthun, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
πλεόνασμα: τό, περίσσευμα, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΛΑ΄, 32), Ἀπολλών. περὶ Συντ. 137, κτλ.
Greek Monolingual
το, ΝΑ πλεονάζω
1. αυτό που περισσεύει από κάποια ποσότητα, το πλεονάζον («πλεόνασμα ισοζυγίου πληρωμών»)
2. περίσσευμα παραγωγής
νεοελλ.
1. (με ειδική σημ.) (οικον.) η ποσότητα του αγαθού που παράχθηκε και δεν διατέθηκε
2. φρ. α) «πλεόνασμα αποθήκης»
(λογιστ.) περίπτωση κατά την οποία η ποσότητα τών καταμετρηθέντων στην αποθήκη εμπορευμάτων σε δεδομένη χρονική στιγμή είναι μεγαλύτερη του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού τών εμπορευμάτων κατά την ίδια χρονική στιγμή
β) «πλεόνασμα ταμείου»
(λογιστ.) περίπτωση κατά την οποία τα μετρητά του ταμείου είναι περισσότερα από το χρεωστικό υπόλοιπο που εμφανίζεται στο βιβλίο ταμείου
γ) «πλεόνασμα προϋπολογισμού» — η υπερτέρηση τών εσόδων επί τών δαπανών
δ) «πλεόνασμα εμπορικού ισοζυγίου» — η υπερτέρηση της αξίας εξαγωγών προς την αξία εισαγωγών σε μια δεδομένη χρονική περίοδο
αρχ.
μεγάλη αφθονία.