διμναῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=διμναῑος, -α, -ον και [[δίμνεως]], -ων και [[δίμνως]], -ων (Α)<br />αυτός που αξίζει δύο μνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μναίος]] <span style="color: red;"><</span> <i>μνα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[δεκαμναίος]]) Ο τ. [[δίμνεως]] [[είναι]] [[ιωνικός]] <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i> - <span style="color: red;">+</span> <i>ιων</i>. πληθ. <i>μνέαι</i>].
|mltxt=διμναῖος, -α, -ον και [[δίμνεως]], -ων και [[δίμνως]], -ων (Α)<br />αυτός που αξίζει δύο μνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μναίος]] <span style="color: red;"><</span> <i>μνα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[δεκαμναίος]]) Ο τ. [[δίμνεως]] [[είναι]] [[ιωνικός]] <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i> - <span style="color: red;">+</span> <i>ιων</i>. πληθ. <i>μνέαι</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:45, 14 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐμναῖος Medium diacritics: διμναῖος Low diacritics: διμναίος Capitals: ΔΙΜΝΑΙΟΣ
Transliteration A: dimnaîos Transliteration B: dimnaios Transliteration C: dimnaios Beta Code: dimnai=os

English (LSJ)

α, ον, Ion. δῐ-μνέως, (μνᾶ) A worth or costing two minae, δίμνεως (v.l. διμναίας) ἀποτιμήσασθαι to value at two minae, Hdt.5.77; δ. τιμήσασθαί τι Arist.Oec. 1347a23; μισθώματα διμναῖα Luc.DMeretr.14.4:—also δῐ-μνους, ουν, Ph.Bel.69.13: Subst. δίμνουν, τό, weight of two minae, IG22.1013.55.

Greek (Liddell-Scott)

διμναῖος: -α, -ον, (μνᾶ) ἀξίζων δύο μνᾶς, διμναίους ἀποτιμήσασθαι, ἐκτιμῶ ἀντὶ δύο μνῶν, Ἡρόδ. 5. 77· δ. τιμήσασθαί τι Ἀριστ. Οἰκ. 2, 6· μισθώματα διμναῖα Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 14. 4. ―Παρ’ Ἡροδ. τὰ πλεῖστα των χ/φων ἔχουσι δίμνεως, ὅπερ ἔχει πρὸς τὸ διμναῖος ὡς τὸ λεὼς πρὸς τὸ λαός, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de la valeur de deux mines.
Étymologie: δίς, μνᾶ.

Spanish (DGE)

-ον

• Morfología: [jón. plu. ac. δίμνεως Hdt.5.77]
1 pagado a razón de dos minas, de un precio de dos minas ἔλυσάν σφεας δίμνεως ἀποτιμησάμενοι los soltaron (a los prisioneros) a cambio de un rescate de dos minas Hdt.l.c., τὸ σῶμα διμναῖον τιμήσασθαι tasar a dos minas por cabeza Arist.Oec.1347a23, διμναῖα μισθώματα Luc.DMeretr.14.4
que cobra dos minas ὁμιληταί Them.Or.23.290c.
2 que tiene un peso de dos minas δέσμαι PCair.Zen.645.3, 723.17, PZen.Col.95.8, PSI 400.12 en Corr.Zen.144 (todos III a.C.), χόρτου διμναίους δέσ(μας) PTeb.843.14, 19 (II a.C.), φιάλαι D.S.16.56
subst. τὸ δ. peso de dos minas en una pesa de bronce Bull.Epigr.1954.16 (Corinto).

Greek Monolingual

διμναῖος, -α, -ον και δίμνεως, -ων και δίμνως, -ων (Α)
αυτός που αξίζει δύο μνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + μναίος < μνα (πρβλ. δεκαμναίος) Ο τ. δίμνεως είναι ιωνικός < δι - + ιων. πληθ. μνέαι].

Greek Monotonic

δῐμναῖος: -α, -ον ή δι-μνέως, -ων (δίς, μνᾶ), αξίας ή κόστους δύο μνων, διμναίους ἀποτιμήσασθαι, εκτιμώ αντί δύο μνων, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

διμναῖος: стоящий две мины Arst., Luc.

Middle Liddell

adj adj [δίς, μνᾶ]
worth or costing two minae, διμναίους ἀποτιμήσασθαι to value at two minae, Hdt.