δοξαστός: Difference between revisions
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[basado en la opinión]] y no en la realidad τῆς τοῦ ὄντος θέας ἀπέρχονται, καὶ ... τροφῇ δοξαστῇ χρῶνται Pl.<i>Phdr</i>.248b, [[διαίρεσις]] [[διχῇ]] ἑκατέρου, δοξαστοῦ τε καὶ νοητοῦ Pl.<i>R</i>.534a, δόξῃ δὲ μόνῃ δοξαστόν ref. al cuerpo, Numen.8, δ. ὁ θεός op. ὁρατός Plu.2.756d, τὸ δὲ αἰσθήσει ἀλόγῳ δοξαστὸν γινόμενον Eus.<i>PE</i> 11.9.4<br /><b class="num">•</b>subst. neutr. τό δ.: τὸ δ. ἀπὸ προτέρου τινὸς ἐναργοῦς ἤρτηται Epicur.[1] 33, op. γνωστόν Pl.<i>R</i>.478a, op. ἐπιστητόν: οἷον εἰ τὸ ὂν ἢ τὸ ἐπιστητὸν τοῦ δοξαστοῦ γένος τεθείη Arist.<i>Top</i>.121<sup>a</sup>21, cf. <i>APo</i>.88<sup>b</sup>30, τὰ δοξαστὰ καὶ μικτὰ ... παραμειψάμενοι τῷ λόγῳ Plu.2.382d, αἰσθητὸν μὴ ἀπολιπὼν μηδὲ δ. Plu.2.1114e<br /><b class="num">•</b>[[opinable]], [[objeto de conjetura]] τὰς συλλαβὰς ... ἀληθεῖ δόξῃ δοξαστάς Pl.<i>Tht</i>.202b, λόγος S.E.<i>M</i>.7.111.<br /><b class="num">2</b> [[basado en la apariencia]] de un tipo de percepción τῶν αἰσθητῶν ... τὰ μὲν ἰδίως ἐστὶν αἰσθητά, ἃ καὶ δοξαστά, τὰ δὲ εἰκαστά Iambl.<i>Comm.Math</i>.8, cf. <i>ib</i>.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[respetado]], [[honrado]] δοξαστοὶ πρὸς γονέων καὶ τέκνων Hp.<i>Decent</i>.18.<br /><b class="num">2</b> jud.-crist. [[glorificado]] ἐποίησέν σε ὀνομαστὸν καὶ καύχημα καὶ δ. LXX <i>De</i>.26.19, δ. μὲν γὰρ ὁ Χριστὸς διὰ μυρία <i>Cat</i>.2<i>Ep.Cor</i>.4.4, προτείνουσι τὸ μὴ δεῖν αὐτὸ (τὸ πνεῦμα τὸ [[ἅγιον]]) δοξαστὸν εἶναι Gr.Nyss.<i>Maced</i>.92.28, δ. εἶ κ(ύρι)ε μαννοδότα <i>PKöln</i> 172.2 (IV/V d.C.).<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[según la opinión]] τίνες τῶν λέξεων κατὰ τὴν συνήθειαν κεῖνται καὶ τίνες δ. S.E.<i>M</i>.2.53. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[basado en la opinión]] y no en la realidad τῆς τοῦ ὄντος θέας ἀπέρχονται, καὶ ... τροφῇ δοξαστῇ χρῶνται Pl.<i>Phdr</i>.248b, [[διαίρεσις]] [[διχῇ]] ἑκατέρου, δοξαστοῦ τε καὶ νοητοῦ Pl.<i>R</i>.534a, δόξῃ δὲ μόνῃ δοξαστόν ref. al cuerpo, Numen.8, δ. ὁ θεός op. ὁρατός Plu.2.756d, τὸ δὲ αἰσθήσει ἀλόγῳ δοξαστὸν γινόμενον Eus.<i>PE</i> 11.9.4<br /><b class="num">•</b>subst. neutr. τό δ.: τὸ δ. ἀπὸ προτέρου τινὸς ἐναργοῦς ἤρτηται Epicur.[1] 33, op. γνωστόν Pl.<i>R</i>.478a, op. ἐπιστητόν: οἷον εἰ τὸ ὂν ἢ τὸ ἐπιστητὸν τοῦ δοξαστοῦ γένος τεθείη Arist.<i>Top</i>.121<sup>a</sup>21, cf. <i>APo</i>.88<sup>b</sup>30, τὰ δοξαστὰ καὶ μικτὰ ... παραμειψάμενοι τῷ λόγῳ Plu.2.382d, αἰσθητὸν μὴ ἀπολιπὼν μηδὲ δ. Plu.2.1114e<br /><b class="num">•</b>[[opinable]], [[objeto de conjetura]] τὰς συλλαβὰς ... ἀληθεῖ δόξῃ δοξαστάς Pl.<i>Tht</i>.202b, λόγος S.E.<i>M</i>.7.111.<br /><b class="num">2</b> [[basado en la apariencia]] de un tipo de percepción τῶν αἰσθητῶν ... τὰ μὲν ἰδίως ἐστὶν αἰσθητά, ἃ καὶ δοξαστά, τὰ δὲ εἰκαστά Iambl.<i>Comm.Math</i>.8, cf. <i>ib</i>.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[respetado]], [[honrado]] δοξαστοὶ πρὸς γονέων καὶ τέκνων Hp.<i>Decent</i>.18.<br /><b class="num">2</b> jud.-crist. [[glorificado]] ἐποίησέν σε ὀνομαστὸν καὶ καύχημα καὶ δ. [[LXX]] <i>De</i>.26.19, δ. μὲν γὰρ ὁ Χριστὸς διὰ μυρία <i>Cat</i>.2<i>Ep.Cor</i>.4.4, προτείνουσι τὸ μὴ δεῖν αὐτὸ (τὸ πνεῦμα τὸ [[ἅγιον]]) δοξαστὸν εἶναι Gr.Nyss.<i>Maced</i>.92.28, δ. εἶ κ(ύρι)ε μαννοδότα <i>PKöln</i> 172.2 (IV/V d.C.).<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[según la opinión]] τίνες τῶν λέξεων κατὰ τὴν συνήθειαν κεῖνται καὶ τίνες δ. S.E.<i>M</i>.2.53. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:25, 20 June 2022
English (LSJ)
ή, όν, A matter of opinion, conjectural, opp. νοητός, Pl.R.534a, Plu.2.1114c; opp. γνωστός, Pl.R.478b, etc.; opp. ἐπιστητός, Arist.APo. 88b30; opp. ὁρατός, δ. θεός Plu.2.756d; συλλαβὰς… ἀληθεῖ δόξῃ δοξαστάς Pl.Tht.202b; τροφὴ δοξαστή food of opinion, Id.Phdr.248b. Adv. -τῶς S.E.M.2.53. II glorified, LXX De.26.19; held in honour, prob. in Hp.Decent.18.
German (Pape)
[Seite 657] vorstellbar, Plat. Rep. V, 578 b u. A. – berühmt, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
δοξαστός: -ή, -όν, ἀντικείμενον δοξασίας, εἰκασίας, κατ’ εἰκασίαν γινωσκόμενος, ἀντίθ. νοητός, Παρμεν. παρὰ Πλουτ. 2. 1114C, Πλάτ. Πολ. 534Α· ἀντίθ. γνωστός, αὐτόθι 478Β, κτλ.· τροφὴ δοξαστή, συνισταμένη εἰς ἰδέας, ὁ αὐτ. Φαίδρ. 248Β· πρβλ. δόξα Ι. 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
sur qui ou sur quoi l’on se fait une opinion.
Étymologie: δοξάζω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1basado en la opinión y no en la realidad τῆς τοῦ ὄντος θέας ἀπέρχονται, καὶ ... τροφῇ δοξαστῇ χρῶνται Pl.Phdr.248b, διαίρεσις διχῇ ἑκατέρου, δοξαστοῦ τε καὶ νοητοῦ Pl.R.534a, δόξῃ δὲ μόνῃ δοξαστόν ref. al cuerpo, Numen.8, δ. ὁ θεός op. ὁρατός Plu.2.756d, τὸ δὲ αἰσθήσει ἀλόγῳ δοξαστὸν γινόμενον Eus.PE 11.9.4
•subst. neutr. τό δ.: τὸ δ. ἀπὸ προτέρου τινὸς ἐναργοῦς ἤρτηται Epicur.[1] 33, op. γνωστόν Pl.R.478a, op. ἐπιστητόν: οἷον εἰ τὸ ὂν ἢ τὸ ἐπιστητὸν τοῦ δοξαστοῦ γένος τεθείη Arist.Top.121a21, cf. APo.88b30, τὰ δοξαστὰ καὶ μικτὰ ... παραμειψάμενοι τῷ λόγῳ Plu.2.382d, αἰσθητὸν μὴ ἀπολιπὼν μηδὲ δ. Plu.2.1114e
•opinable, objeto de conjetura τὰς συλλαβὰς ... ἀληθεῖ δόξῃ δοξαστάς Pl.Tht.202b, λόγος S.E.M.7.111.
2 basado en la apariencia de un tipo de percepción τῶν αἰσθητῶν ... τὰ μὲν ἰδίως ἐστὶν αἰσθητά, ἃ καὶ δοξαστά, τὰ δὲ εἰκαστά Iambl.Comm.Math.8, cf. ib.
II 1respetado, honrado δοξαστοὶ πρὸς γονέων καὶ τέκνων Hp.Decent.18.
2 jud.-crist. glorificado ἐποίησέν σε ὀνομαστὸν καὶ καύχημα καὶ δ. LXX De.26.19, δ. μὲν γὰρ ὁ Χριστὸς διὰ μυρία Cat.2Ep.Cor.4.4, προτείνουσι τὸ μὴ δεῖν αὐτὸ (τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον) δοξαστὸν εἶναι Gr.Nyss.Maced.92.28, δ. εἶ κ(ύρι)ε μαννοδότα PKöln 172.2 (IV/V d.C.).
III adv. -ῶς según la opinión τίνες τῶν λέξεων κατὰ τὴν συνήθειαν κεῖνται καὶ τίνες δ. S.E.M.2.53.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δοξαστός, -ή, -όν)
ένδοξος, δοξασμένος
αρχ.
1. αυτός που προέρχεται από δοξασία (αντίθετα προς τον νοητό)
2. που προέρχεται από εικασία, από υπόθεση (αντίθετα προς τον ορατό).
Greek Monotonic
δοξαστός: -ή, -όν, υποθετικός, φανταστικός, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
δοξαστός:
1) предполагаемый, предположительный (τὸ δοξαστὸν ἄλλο τι ἢ τὸ ὄν Plat.; δ. καὶ ἐλπιστός Arst.);
2) воображаемый (οὐχ ὁρατός, ἀλλὰ δ. Plut.): τροφὴ δοξαστή Plat. (создавшиеся) мнения, представления.
Middle Liddell
δοξαστός, ή, όν adj [from δόξα
matter of opinion, conjectural, Plat.