εὔοψος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔοψος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] όψα, [[ιδίως]] ψάρια, αυτός που έχει [[αφθονία]] ψαριών<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει ή παράγει [[πολλά]] βρώματα, φαγώσιμα («ἡ [[θάλασσα]] τῆς γῆς εὐοψοτέρα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>οψος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όψον</i> «[[τροφή]], [[ψάρι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>άν</i>-<i>οψος</i>, <i>πολύ</i>-<i>οψος</i>].
|mltxt=[[εὔοψος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] όψα, [[ιδίως]] ψάρια, αυτός που έχει [[αφθονία]] ψαριών<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει ή παράγει [[πολλά]] βρώματα, φαγώσιμα («ἡ [[θάλασσα]] τῆς γῆς εὐοψοτέρα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>οψος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όψον</i> «[[τροφή]], [[ψάρι]]»), [[πρβλ]]. <i>άν</i>-<i>οψος</i>, <i>πολύ</i>-<i>οψος</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὔοψος:''' изобилующий рыбой ([[θάλαττα]] Plut.).
|elrutext='''εὔοψος:''' изобилующий рыбой ([[θάλαττα]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 09:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔοψος Medium diacritics: εὔοψος Low diacritics: εύοψος Capitals: ΕΥΟΨΟΣ
Transliteration A: eúopsos Transliteration B: euopsos Transliteration C: eyopsos Beta Code: eu)/oyos

English (LSJ)

ον, A abounding in ὄψα, esp. fish, ἀγορά Anaxandr.33.10, Timocl.11.1; χωρίον Archestr.Fr.50 B., cf. Str.10.2.21; ἡ θάλασσα τῆς γῆς -οτέρα Plu.2.667c, etc.

German (Pape)

[Seite 1086] reich an Speisen, bes. Fischen, mit Fischen wohl versehen, ἀγορά Ansxandr. bei Ath. VI, 227 c; χωρίον Archestr. ibid. VII, 304 e; λίμνη Strab. XVII, 804; εἰ ἡ θάλαττα τῆς γῆς εὐοψοτέρα, ob die See mehr oder bessere Fische liefert, Plut. Symp. 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

εὔοψος: -ον, ἔχων ἀφθονίαν ὀψαρίων, ἀγορὰ Ἀναξανδρίδης ἐν «Ὀδυσσεῖ» 1. 10· χωρίον Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 304D, πρβλ. Πλούτ. 2. 669C, κτλ.

Greek Monolingual

εὔοψος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι γεμάτος όψα, ιδίως ψάρια, αυτός που έχει αφθονία ψαριών
2. αυτός που περιέχει ή παράγει πολλά βρώματα, φαγώσιμα («ἡ θάλασσα τῆς γῆς εὐοψοτέρα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -οψος (< όψον «τροφή, ψάρι»), πρβλ. άν-οψος, πολύ-οψος].

Russian (Dvoretsky)

εὔοψος: изобилующий рыбой (θάλαττα Plut.).