θήραγρος: Difference between revisions
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θήραγρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για όργανο) [[κατάλληλος]] για τη [[σύλληψη]] άγριων ζώων («[[πέδη]] [[θήραγρος]]»<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] κυνηγετικού σκύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αγρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άγρα]]), | |mltxt=[[θήραγρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για όργανο) [[κατάλληλος]] για τη [[σύλληψη]] άγριων ζώων («[[πέδη]] [[θήραγρος]]»<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] κυνηγετικού σκύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αγρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άγρα]]), [[πρβλ]]. <i>μύ</i>-<i>αγρος</i>, <i>πάν</i>-<i>αγρος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:30, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, (ἄγρα) A for catching wild beasts or game, πέδη Ion Trag.40: name of a hound, dub. in AP7.304 (Pisand.).
German (Pape)
[Seite 1208] das Wild fangend, πέδη Ion bei Ath. X, 451 e.
Greek (Liddell-Scott)
θήραγρος: -ον, (ἄγρα) κατάλληλος πρὸς σύλληψιν ἀγρίων θηρίων, πέδη Ἴων. παρ’ Ἀθην. 451Ε· ὄνομα κυνὸς θηρευτικοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 304.
Greek Monolingual
θήραγρος, -ον (Α)
1. (για όργανο) κατάλληλος για τη σύλληψη άγριων ζώων («πέδη θήραγρος»
2. ονομασία κυνηγετικού σκύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -αγρος (< άγρα), πρβλ. μύ-αγρος, πάν-αγρος].