καινούργιος: Difference between revisions

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kainoyrgios
|Transliteration C=kainoyrgios
|Beta Code=kainou/rgios
|Beta Code=kainou/rgios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[newly made]], Sammelb. 7033.44 (V A. D.), <span class="title">Gloss.</span>; Χύτρα <span class="bibl">Aët.8.6</span>.</span>
|Definition=α, ον, [[newly made]], Sammelb. 7033.44 (V A. D.), <span class="title">Gloss.</span>; Χύτρα <span class="bibl">Aët.8.6</span>.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 00:15, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινούργιος Medium diacritics: καινούργιος Low diacritics: καινούργιος Capitals: ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ
Transliteration A: kainoúrgios Transliteration B: kainourgios Transliteration C: kainoyrgios Beta Code: kainou/rgios

English (LSJ)

α, ον, newly made, Sammelb. 7033.44 (V A. D.), Gloss.; Χύτρα Aët.8.6.

Greek (Liddell-Scott)

καινούργιος: -α, -ον, ὡς καὶ νῦν, καινούργιος, νέος, χύτρα Ἀέτ. 8. 6, σ. 150Β, 50, Νικήτ. Χρον. σ. 242D· ἰγδίον καινούργιον Ὀρνεοσόφ. σ. 205.

Greek Monolingual

και καινούριος, -α, -ο (AM καινούργιος, -ία, -ον)
1. νέος
2. αυτός που έχει κατασκευαστεί πρόσφατα, αμεταχείριστος («καινούργιο σπίτι»)
νεοελλ.
1. φρ. «τί καινούργια;» — τί νεώτερα;
2. παροιμ. «καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σέ κρεμάσω» — για ανθρώπους που δείχνουν εξαιρετική αγάπη και περιποίηση για κάτι καινούργιο που απέκτησαν
(νεοελ.-μσν.) αυτός που γίνεται γνωστός ή που εμφανίζεται για πρώτη φορά
μσν.
παράξενος, αλλόκοτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καιν-ουργός κατά τα ίσος> ίσιος, ορθός > όρθιος. Λόγω της ετυμολ. προελεύσεως της λ. ορθότερη είναι η γραφή με -γ-].