Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταστωμύλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταστωμύλλομαι:''' болтать: κατεστωμυλμένος Arph. словоохотливый, болтливый.
|elrutext='''καταστωμύλλομαι:''' [[болтать]]: κατεστωμυλμένος Arph. словоохотливый, болтливый.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 15:05, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστωμύλλομαι Medium diacritics: καταστωμύλλομαι Low diacritics: καταστωμύλλομαι Capitals: ΚΑΤΑΣΤΩΜΥΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: katastōmýllomai Transliteration B: katastōmyllomai Transliteration C: katastomyllomai Beta Code: katastwmu/llomai

English (LSJ)

A chatter, οἷα κατεστωμύλατο οὐκ ἄκαιρα (Dind. κἀστωμύλατο) Ar.Th.461: pf. part. κατεστωμυλμένος a chattering fellow, Id.Ra.1160, Numen. ap. Eus.PE14.5. II in pass. sense, τὰ κατεστ. things blabbed out, EM524.31.

Greek (Liddell-Scott)

καταστωμύλλομαι: ἀποθ., πολὺ φλυαρῶ, πολλὰ λέγω, οἶα κατεστωμύλατο οὐκ ἄκαιρα (Δινδ. κἀστωμύλατο) Ἀριστοφ. Θεσμ. 461· μετοχ. πρκμ., ἄνθρωπος κατεστωμυλμένος, φλύαρος, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1160· φλήναφος καὶ κ. Νουμήν, παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 730Α· Ὁ Φρύν. ἑρμηνεύει ὁ πολλῇ τῇ στωμυλίᾳ χρώμενος, Ἀνέκδ. Βεκ. 45, 25. ΙΙ. ἐπὶ παθ. σημασ., τὰ καταστωμυλμένα, τὰ πολλάκις φλυάρως ἐπαναληφθέντα, Ἐτυμ. Μέγ. 524. 31, ἐρμηνεύων τὴν λέξ. κόβαλα.

French (Bailly abrégé)

bavarder.
Étymologie: κατά, στωμύλλω.

Greek Monolingual

καταστωμύλλομαι (Α)
1. φλυαρώ υπερβολικά, πολυλογώ
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστωμυλμένος, -η, -ον
φλύαρος, πολυλογάς
3. (το ουδ. πληθ. της μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ κατεστωμυλμένα
πράγματα που έχουν επαναληφθεί φλύαρα πολλές φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στωμύλλομαι «φλυαρώ»].

Greek Monotonic

καταστωμύλλομαι: αποθ., φλυαρώ· μτχ. παρακ. κατεστωμυλμένος, φλύαρος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

καταστωμύλλομαι: болтать: κατεστωμυλμένος Arph. словоохотливый, болтливый.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-στωμύλλομαι kletsen:. ὦ κατεστωμυλμένε kletskous! Aristoph. Ran. 1160.

Middle Liddell


Dep. to chatter: perf. part. κατεστωμυλμένος a chattering fellow, Ar.