κωδωνοφαλαρόπωλος: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κωδωνοφαλαρόπωλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κουδούνια στα [[φάλαρα]] του αλόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώδων]] <span style="color: red;">+</span> [[φάλαρα]] «τα κοσμήματα που προσδένονται στο [[μέτωπο]] ή στα καλύμματα τών [[γνάθων]] τών αλόγων [[μαζί]] με τα χαλινάρια» <span style="color: red;">+</span> [[πῶλος]] «μικρό [[άλογο]], [[πουλάρι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ενδοξό</i>-<i>πωλος</i>)].
|mltxt=[[κωδωνοφαλαρόπωλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κουδούνια στα [[φάλαρα]] του αλόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώδων]] <span style="color: red;">+</span> [[φάλαρα]] «τα κοσμήματα που προσδένονται στο [[μέτωπο]] ή στα καλύμματα τών [[γνάθων]] τών αλόγων [[μαζί]] με τα χαλινάρια» <span style="color: red;">+</span> [[πῶλος]] «μικρό [[άλογο]], [[πουλάρι]]» ([[πρβλ]]. <i>ενδοξό</i>-<i>πωλος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος Medium diacritics: κωδωνοφαλαρόπωλος Low diacritics: κωδωνοφαλαρόπωλος Capitals: ΚΩΔΩΝΟΦΑΛΑΡΟΠΩΛΟΣ
Transliteration A: kōdōnophalarópōlos Transliteration B: kōdōnophalaropōlos Transliteration C: kodonofalaropolos Beta Code: kwdwnofalaro/pwlos

English (LSJ)

ον, A with jingling harness, coined by Ar.Ra.963, as a parody on Aeschylus.

German (Pape)

[Seite 1541] Μέμνονες, werden bei Ar. Ran. 961 von Euripides dem Aeschylus als Beispiel seiner langen Wortzusammensetzungen vorgeworfen, Schellenglocken am Kopfschmucke der Pferde hangen habend, »mit Schellenzaumesgaulen«, Droysen.

Greek (Liddell-Scott)

κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος: -ον, ὁ ἔχων κώδωνας ἐπὶ τῶν φαλάρων τοῦ ἵππου του, ἔχων κωδωνίζοντα χαλινόν, λέξις χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 963, ὡς παρῳδία τοῦ Αἰσχύλου· ἴδε κώδων ἐν ἀρχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ος;
dont les chevaux ont des grelots attachés aux harnais.
Étymologie: κώδων, φάλαρα, πῶλος.

Greek Monolingual

κωδωνοφαλαρόπωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει κουδούνια στα φάλαρα του αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + φάλαρα «τα κοσμήματα που προσδένονται στο μέτωπο ή στα καλύμματα τών γνάθων τών αλόγων μαζί με τα χαλινάρια» + πῶλος «μικρό άλογο, πουλάρι» (πρβλ. ενδοξό-πωλος)].

Greek Monotonic

κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος: -ον, αυτός που έχει κουδούνια στα χάμουρα του αλόγου, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος: (ирон. подражание словообразованию у трагиков) правящий конями, чья сбруя увешана колокольчиками (Κύκνοι καὶ Μέμνονες Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωδωνοφαλαρόπωλος -ον [κώδων, φάλαρα, πώλος] kom. met-paarden-met-een-bel-op-hun-hoofdstel. Aristoph. Ran. 963.

Middle Liddell

κωδωνο-φᾰλᾰρό-πωλος, ον
with bells on his horses' trappings, Ar.