μελαμπόρφυρος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελαμπόρφυρος]], -ον (Α)<br />αυτός ο [[οποίος]] έχει [[χρώμα]] πορφυρό που μελανίζει, [[βαθύς]] [[πορφυρός]], [[μαυροκόκκινος]] («μελαμπόρφυρον [[ἱμάτιον]]», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πορφύρα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλι</i>-[[πόρφυρος]], <i>παμ</i>-[[πόρφυρος]])].
|mltxt=[[μελαμπόρφυρος]], -ον (Α)<br />αυτός ο [[οποίος]] έχει [[χρώμα]] πορφυρό που μελανίζει, [[βαθύς]] [[πορφυρός]], [[μαυροκόκκινος]] («μελαμπόρφυρον [[ἱμάτιον]]», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πορφύρα]] ([[πρβλ]]. <i>αλι</i>-[[πόρφυρος]], <i>παμ</i>-[[πόρφυρος]])].
}}
}}

Revision as of 15:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμπόρφῠρος Medium diacritics: μελαμπόρφυρος Low diacritics: μελαμπόρφυρος Capitals: ΜΕΛΑΜΠΟΡΦΥΡΟΣ
Transliteration A: melampórphyros Transliteration B: melamporphyros Transliteration C: melamporfyros Beta Code: melampo/rfuros

English (LSJ)

ον, A dark purple, Poll.4.119.

German (Pape)

[Seite 118] dunkelpurpurfarbig, Poll. 4, 119.

Greek (Liddell-Scott)

μελαμπόρφῠρος: -ον, ὁ ἔχων χρῶμα πορφυροῦν μελανίζον, Πολυδ. Δ΄, 119.

Greek Monolingual

μελαμπόρφυρος, -ον (Α)
αυτός ο οποίος έχει χρώμα πορφυρό που μελανίζει, βαθύς πορφυρός, μαυροκόκκινος («μελαμπόρφυρον ἱμάτιον», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πορφύρα (πρβλ. αλι-πόρφυρος, παμ-πόρφυρος)].