μετωποσώφρων: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μετωποσώφρων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σεμνό [[μέτωπο]], σεμνή [[έκφραση]] προσώπου, [[σεμνοπρόσωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτωπον]] <span style="color: red;">+</span> [[σώφρων]] ( | |mltxt=[[μετωποσώφρων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σεμνό [[μέτωπο]], σεμνή [[έκφραση]] προσώπου, [[σεμνοπρόσωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτωπον]] <span style="color: red;">+</span> [[σώφρων]] ([[πρβλ]]. <i>φιλο</i>-[[σώφρων]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μετωποσώφρων:''' 2, gen. ονος со скромностью на челе, т. е. скромный (Aesch. - v. l. σεσωφρονισμένος). | |elrutext='''μετωποσώφρων:''' 2, gen. ονος со скромностью на челе, т. е. скромный (Aesch. - v. l. σεσωφρονισμένος). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A with modest countenance, A.Supp.198 (cj. Pors.).
German (Pape)
[Seite 164] ονος, mit bescheidener, züchtiger Stirn, τὸ μὴ μάταιον δ' ἐκ μετωποσωφρόνων ἴτω προσώπων, Aesch. Suppl. 195 nach Pors. Conj.
Greek (Liddell-Scott)
μετωποσώφρων: -ον, ὁ ἔχων μέτωπον σῶφρον, ὄψιν σώφρονα, ἐκ μετωποσωφρόνων Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 198, ἐξ εἰκασίας τοῦ Pors., ἀλλ’ ὁ Δινδόρφιος προτείνει διόρθ.: σεσωφρονισμένων.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui porte la sagesse empreinte sur son visage.
Étymologie: μέτωπον, σώφρων.
Greek Monolingual
μετωποσώφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει σεμνό μέτωπο, σεμνή έκφραση προσώπου, σεμνοπρόσωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + σώφρων (πρβλ. φιλο-σώφρων)].
Russian (Dvoretsky)
μετωποσώφρων: 2, gen. ονος со скромностью на челе, т. е. скромный (Aesch. - v. l. σεσωφρονισμένος).