μισθάρνης: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μισθάρνης]] και μισθαρνής, ὁ (Α)<br />αυτός που εργάζεται με [[μισθό]], ο [[μισθωτός]] [[εργάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄρνυμαι]] ( | |mltxt=[[μισθάρνης]] και μισθαρνής, ὁ (Α)<br />αυτός που εργάζεται με [[μισθό]], ο [[μισθωτός]] [[εργάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄρνυμαι]] ([[πρβλ]]. [[μίσθαρνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A hired workman, Phot. (oxyt., Hsch., Suid.).
German (Pape)
[Seite 190] ὁ, der Lohn Empfangende, ἄρνυμαι, Lohnarbeiter, Taglöhner, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
μισθάρνης: ὁ, (ἄρνυμαι), μισθωτὸς ἐργάτης, Πλουτ. Κάτ. Νεώτ. 44, Φώτ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui concerne les mercenaires ou le travail des mercenaires.
Étymologie: DELG μισθός, ἄρνυμαι.
Greek Monolingual
μισθάρνης και μισθαρνής, ὁ (Α)
αυτός που εργάζεται με μισθό, ο μισθωτός εργάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἄρνυμαι (πρβλ. μίσθαρνος.
Greek Monotonic
μισθάρνης: ὁ (ἄρνυμαι), μισθωτός εργάτης, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μισθάρνης: ου ὁ наемный рабочий Plut.