ἀνατροπή: Difference between revisions

From LSJ

Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 398
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " ," to ",")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0212.png Seite 212]] , ἡ Umsturz, Zerstörung, δωμάτων Aesch. Eum. 335; οἴκων Plat. Prot. 325 c; νόμων D. Hal. 9, 44; bei den Rhetoren, Widerlegung.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0212.png Seite 212]], ἡ Umsturz, Zerstörung, δωμάτων Aesch. Eum. 335; οἴκων Plat. Prot. 325 c; νόμων D. Hal. 9, 44; bei den Rhetoren, Widerlegung.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:05, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατροπή Medium diacritics: ἀνατροπή Low diacritics: ανατροπή Capitals: ΑΝΑΤΡΟΠΗ
Transliteration A: anatropḗ Transliteration B: anatropē Transliteration C: anatropi Beta Code: a)natroph/

English (LSJ)

ἡ, A capsizing, [τοῦ πλοίου] Arist.Metaph.1013b14. 2 overthrow, ruin, ἀνατροπαὶ δωμάτων, οἴκων, A.Eu.355, Pl.Prt.325c; ἀ. βίων Clearch.10. 3 pouring out, of drink, LXX Hg.2.15. 4 upsetting, στομάχου Sor.1.27, Asclep.Jun. ap. Gal.13.140; ἀ. ναυτιώδεις Plu.2.442f. 5 refutation, Str.2.1.22, Hermog.Prog.5. 6 annulment, Just.Nov.2.2Intr.; undoing, ἐπ' -ῇ τῆς νοήσεως τοῦ θεοῦ Phld.D.3.7. 7 raising of body, Cass.Fel.82.

German (Pape)

[Seite 212], ἡ Umsturz, Zerstörung, δωμάτων Aesch. Eum. 335; οἴκων Plat. Prot. 325 c; νόμων D. Hal. 9, 44; bei den Rhetoren, Widerlegung.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατροπή: ἡ, τὸ «ἀναποδογύρισμα», τοῦ πλοίου Ἀριστ. Μεταφ. 4. 2, 5. 2) ἀνατροπαὶ δωμάτων, οἴκων, ἡ καταστροφὴ αὐτῶν, ἡ κατάπτωσις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 355, Πλάτ. Πρωτ. 325C. ― προσέτι = ἀνασκευή, «ἀνασκευή ἐστιν ἀνατροπὴ τοῦ προταθέντος πράγματος» Ἑρμογεν. Προγυμν. Ρήτορες Valz. τόμ. Αϳ, σ. 27.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
renversement, destruction.
Étymologie: ἀνατρέπω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
I c. idea de dar la vuelta o hacia abajo
1 vuelco de naves, Arist.Metaph.1013b14
acción de dar la vuelta a un enfermo, Cass.Fel.82
fig. ruina, hundimiento δωμάτων A.Eu.355
subversión τῶν νόμων S.E.M.2.38, cf. Ph.2.565, τῶν δογμάτων Chrysipp.Stoic.3.125, βίων Clearch.47, cf. Pl.Prt.325c, PFouad 87.13 (VI d.C.), PCair.Isidor.68.4, 21 (VI d.C.), 79.18 (VI d.C.), POxy.130.19 (VI d.C.).
2 medic. trastorno στομάχου Sor.18.7, cf. Asclep.Iun. en Gal.13.140.
3 acción de verter un líquido, LXX Hb.2.15.
II 1eliminación, supresión τῆς νοήσεως τοῦ θεοῦ Phld.D.3.col.7.32, τῆς ἐπιθυμίας Ph.1.589
abs. anulación Iust.Nou.2.2.
2 refutación de un argumento, Str.2.1.22, Ammon.Diff.44.

Greek Monolingual

η (AM ἀνατροπή)
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανατρέπω, αναποδογύρισμα
νεοελλ.
1. εξαφάνιση γενόμενης διαδικασίας, μετά παρέλευση διετίας
2. αντιστροφή, μεταβολή της τάξης του πλου, ώστε αυτός που πλέει επικεφαλής να γίνει ουραγός και το αντίστροφο
αρχ.
1. αφανισμός, καταστροφή
2. ανασκευή, αναίρεση.

Greek Monotonic

ἀνατροπή: ἡ (ἀνατρέπω), αναποδογύρισμα, ανακάτεμα, ανατροπή, ανατάραξη, σε Αισχύλ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνατροπή:
1) опрокидывание, крушение (πλοίου Arst.);
2) разрушение, уничтожение (δωμάτων Aesch.; οἴκων Plat.; μεγίστων πραγμάτων Plut.): κριοὶ πρὸς ἀνατροπὴν τειχῶν Diod. стеноломные тараны.

Middle Liddell

ἀνατρέπω
an upsetting, overthrow, Aesch., Plat.