ἀρτιμελής: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[ἀρτιμελής]], -ές)<br />αυτός που έχει άρτια, ακέραια τα [[μέλη]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] <span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] ( | |mltxt=-ές (AM [[ἀρτιμελής]], -ές)<br />αυτός που έχει άρτια, ακέραια τα [[μέλη]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] <span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] ([[πρβλ]]. [[ολομελής]], [[πολυμελής]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:56, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A sound of limb, Pl.R.536b, Sor.1.3, D.C.69.20; perfect in all members, τέχναι Them.Or.26.316c.
German (Pape)
[Seite 362] (μέλος), ές, von graden, gefunden Gliedern, Plat. Rep. VII, 536 b; θύματα Poll. 1, 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιμελής: -ές, ὁ ἄρτια ἔχων τὰ μέλη, ἀκέραια δηλ., Πλάτ. Πολ. 536Β.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
aux membres bien conformés.
Étymologie: ἄρτι, μέλος.
Spanish (DGE)
-ές
perfectamente conformado en cuanto a los miembros ἀρτιμελεῖς καὶ ἀρτίφρονες Pl.R.536b, cf. D.C.69.20.3, Sor.4.16, ἀρτιμελεστέραν· ὑγιεστέραν, ἐντιμοτέραν Hsch.
•de abstr. completo en todas sus partes τέχναι Them.Or.26.316c.
Greek Monolingual
-ές (AM ἀρτιμελής, -ές)
αυτός που έχει άρτια, ακέραια τα μέλη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -μελής < μέλος (πρβλ. ολομελής, πολυμελής)].
Greek Monotonic
ἀρτιμελής: -ές (μέλος), ακέραιος, άρτιος στα μέλη του σώματος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτιμελής: хорошо сложенный: ἀ. καὶ ἀρτίφρων Plat. здоровый телом и духом.