ἐπισκάπτω: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0978.png Seite 978]] auf der Oberfläche aufgraben, aufhacken, ἐξ ἀσιδήρου χειρὸς ἐπισκάπτων λιτὸν ἔχωσε τάφον Carphyllid. 1 (IX, 52); – zupflügen, Geopon. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0978.png Seite 978]] auf der Oberfläche aufgraben, aufhacken, ἐξ ἀσιδήρου χειρὸς ἐπισκάπτων λιτὸν ἔχωσε τάφον Carphyllid. 1 (IX, 52); – zupflügen, Geopon. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> creuser la terre à la surface, bêcher;<br /><b>2</b> façonner les mottes de terre avec le hoyau.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σκάπτω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπισκάπτω''': [[σκάπτω]] ἐπιπολαίως τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ἐδάφους, Ἀνθ. Π. 9. 52. ΙΙ. γυρίζω τὸ [[χῶμα]] πρὸς ἐπικάλυψιν τοῦ σπόρου, Λατ. inoccare, Γεωπ. 2. 24. | |lstext='''ἐπισκάπτω''': [[σκάπτω]] ἐπιπολαίως τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ἐδάφους, Ἀνθ. Π. 9. 52. ΙΙ. γυρίζω τὸ [[χῶμα]] πρὸς ἐπικάλυψιν τοῦ σπόρου, Λατ. inoccare, Γεωπ. 2. 24. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:25, 2 October 2022
English (LSJ)
A dig superficially, AP9.52 (Carph.). II. harrow in seed, Gp.2.24.1 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 978] auf der Oberfläche aufgraben, aufhacken, ἐξ ἀσιδήρου χειρὸς ἐπισκάπτων λιτὸν ἔχωσε τάφον Carphyllid. 1 (IX, 52); – zupflügen, Geopon.
French (Bailly abrégé)
1 creuser la terre à la surface, bêcher;
2 façonner les mottes de terre avec le hoyau.
Étymologie: ἐπί, σκάπτω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκάπτω: σκάπτω ἐπιπολαίως τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ἐδάφους, Ἀνθ. Π. 9. 52. ΙΙ. γυρίζω τὸ χῶμα πρὸς ἐπικάλυψιν τοῦ σπόρου, Λατ. inoccare, Γεωπ. 2. 24.
Greek Monolingual
ἐπισκάπτω (AM) σκάπτω
1. αναποδογυρίζω το χώμα για να καλύψω τον σπόρο
2. (για φυτά) σκάβω γύρω από τη ρίζα και παραχώνω όσες ρίζες βρίσκονται έξω από το έδαφος
αρχ.
σκαλίζω την επιφάνεια του εδάφους.
Greek Monotonic
ἐπισκάπτω: μέλ. -ψω, σκάβω επιφανειακά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισκάπτω: (поверхностно) вскапывать, рыть (ἐξ ἀσιδήρου χειρός Anth.).
Middle Liddell
fut. ψω
to dig superficially, Anth.