ὑπερπαίω: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[υπερτερώ]] ( | |mltxt=ΜΑ<br />[[υπερτερώ]] («τοσοῦτον... ὑπερπέπαικας πλούτῳ τοὺς ἄλλους», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παίω]] «[[χτυπώ]], [[βάλλω]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:20, 28 March 2021
English (LSJ)
mostly used in pf. -πέπαικα, A overstrike, surpass, exceed, c. gen., πολὺ δ' ὑπερπέπαικεν τούτων Ar.Ec.1118: c. acc., τοσοῦτον ὑπερπέπαικας πλούτῳ τοὺς ἄλλους D.50.34, cf. Plb.14.5.14, J.Ap.1.34, Luc.Im.9, Aristocl. ap. Eus.PE15.2, Hld.7.9, Iamb. in Nic.p.32P.; τὰ -παίοντα χρήματα Supp.Epigr.3.509 (Thrace, iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1200] (s. παίω), überschreiten, übertreffen, τινός, Ar. Eccl. 1118; Ath. XII, 538 b; ὑπερπέπαικας τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους πλούτῳ Dem. 50, 34; τὸ γεγονὸς ὑπερεπεπαίκει τῇ δεινότητι πάσας τὰς προειρημένας πράξεις Pol. 14, 5, 14; Sp., wie Luc. Catapl. 27.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερπαίω: τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ πρκμ. ὑπερπέπαικα, κτυπῶ ὑπεράνω, ὑπερβάλλω, ὑπερτερῶ, ὑπερνικῶ, μετὰ γεν., πολὺ δ’ ὑπερπέπαικεν τούτων Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1118· μετ’ αἰτιατ., τοσοῦτον ὑπερπέπαικας πλούτῳ τοὺς ἄλλους Δημ. 1217. 18, πρβλ. Πολύβ. 14. 5, 14, Λουκ. Εἰκόνες 9, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 792A.
French (Bailly abrégé)
pf. ὑπερπέπαικα;
l’emporter sur, (litt. frapper sur), gén..
Étymologie: ὑπέρ, παίω.
Greek Monolingual
ΜΑ
υπερτερώ («τοσοῦτον... ὑπερπέπαικας πλούτῳ τοὺς ἄλλους», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + παίω «χτυπώ, βάλλω»].
Greek Monotonic
ὑπερπαίω: κυρίως σε παρακ. -πέπαικα, χτυπώ από πάνω, δηλ. υπερέχω, ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβαίνω, υπερβάλλω, με γεν., σε Αριστοφ.· με αιτ., σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερπαίω: (преимущ. в pf. ὑπερπέπαικα) брать верх, опережать, превосходить: ὑ. τινά τινι Dem., Polyb.; превосходить кого-л. чем(в чем)-л.; πολὺ ὑ. τινός Arph. намного превзойти что-л.
Middle Liddell
mostly in perf. -πέπαικα
to overstrike, i. e. to surpass, exceed, c. gen., Ar.; c. acc., Dem.