ὑφήσσων: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑφήσσων''': -ον, γεν. ονος, ὀλίγον τι μικρότερος κατὰ τὸ [[ἀνάστημα]], ἢ κατώτερον βαθμὸν ἔχων, ἡ μὲν [[ὑφήσσων]] Ἄτροπος [[οὔτι]] πέλειν [[μεγάλη]] θεὸς Ἡσ. Ἀσπ. [[Ἡρακλ]]. 258, [[ἔνθα]] ὁ Τζέτζ. ἐλαχιστοτέρα τὸ [[ὑφήσσων]] καὶ ἀποδίδει αὐτὸ εἰς τὴν Λάχεσιν [[ἐσφαλμένως]].
|lstext='''ὑφήσσων''': -ον, γεν. ονος, ὀλίγον τι μικρότερος κατὰ τὸ [[ἀνάστημα]], ἢ κατώτερον βαθμὸν ἔχων, ἡ μὲν [[ὑφήσσων]] Ἄτροπος [[οὔτι]] πέλειν [[μεγάλη]] θεὸς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 258, [[ἔνθα]] ὁ Τζέτζ. ἐλαχιστοτέρα τὸ [[ὑφήσσων]] καὶ ἀποδίδει αὐτὸ εἰς τὴν Λάχεσιν [[ἐσφαλμένως]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 17:00, 14 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφήσσων Medium diacritics: ὑφήσσων Low diacritics: υφήσσων Capitals: ΥΦΗΣΣΩΝ
Transliteration A: hyphḗssōn Transliteration B: hyphēssōn Transliteration C: yfisson Beta Code: u(fh/sswn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A of lesser stature, Hes.Sc.258.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφήσσων: -ον, γεν. ονος, ὀλίγον τι μικρότερος κατὰ τὸ ἀνάστημα, ἢ κατώτερον βαθμὸν ἔχων, ἡ μὲν ὑφήσσων Ἄτροπος οὔτι πέλειν μεγάλη θεὸς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 258, ἔνθα ὁ Τζέτζ. ἐλαχιστοτέρα τὸ ὑφήσσων καὶ ἀποδίδει αὐτὸ εἰς τὴν Λάχεσιν ἐσφαλμένως.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
un peu plus petit.
Étymologie: ὑπό, ἥσσων.

Greek Monolingual

ὑφήσσον, Α
ο κάπως πιο κοντός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἥσσων / ἥττων «μικρότερος»].

Greek Monotonic

ὑφήσσων: -ον, γεν. -ονος, κάπως κατώτερος ή μικρότερος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑφήσσων: 2, gen. ονος несколько меньший Hes.

Middle Liddell

ὑφ-ήσσων, ονος,
somewhat less or smaller, Hes.