ἰσήρετμος: Difference between revisions
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
m (Text replacement - "<b class="b3">ῐ], ον</b>" to "ῐ], ον") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσήρετμος]], -ον (Α)<br />(για [[πλοίο]]) αυτό που έχει ίσον αριθμό κουπιών από τις δύο πλευρές του και συνεκδ. ίσο σε [[μέγεθος]] ή σε αριθμό με άλλα πλοία («Ἀργείων δὲ ταῑσδ' ἰσήρετμοι νᾱες [[ἕστασαν]] [[πέλας]]» — [[κοντά]] σ' αυτά είχαν αράξει τα πλοία τών Αργείων ίσα σε [[μέγεθος]] ή σε αριθμό με τα άλλα πλοία, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήρετμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρετμόν]] «[[κουπί]]») —το <i>η</i>- λόγω της συνθέσεως—, | |mltxt=[[ἰσήρετμος]], -ον (Α)<br />(για [[πλοίο]]) αυτό που έχει ίσον αριθμό κουπιών από τις δύο πλευρές του και συνεκδ. ίσο σε [[μέγεθος]] ή σε αριθμό με άλλα πλοία («Ἀργείων δὲ ταῑσδ' ἰσήρετμοι νᾱες [[ἕστασαν]] [[πέλας]]» — [[κοντά]] σ' αυτά είχαν αράξει τα πλοία τών Αργείων ίσα σε [[μέγεθος]] ή σε αριθμό με τα άλλα πλοία, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήρετμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρετμόν]] «[[κουπί]]») —το <i>η</i>- λόγω της συνθέσεως—, [[πρβλ]]. <i>λευκ</i>-<i>ήρετμος</i>, <i>φιλ</i>-<i>ήρετμος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἰσήρετμος:''' равный по числу (т. е. с одинаковым числом) весел ([[νῆες]] Eur.). | |elrutext='''ἰσήρετμος:''' равный по числу (т. е. с одинаковым числом) весел ([[νῆες]] Eur.). | ||
}} | }} |
Revision as of 16:10, 23 August 2021
English (LSJ)
[ῐ], ον, A with as many oars as, τινι E.IA242 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1263] gleich an Rudern, νῆες, Eur. I. A. 242.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσήρετμος: -ον, ἔχων ἴσον ἀριθμὸν κωπῶν, τινι Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 242.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
garni d’autant de rames.
Étymologie: ἴσος, ἐρετμόν.
Greek Monolingual
ἰσήρετμος, -ον (Α)
(για πλοίο) αυτό που έχει ίσον αριθμό κουπιών από τις δύο πλευρές του και συνεκδ. ίσο σε μέγεθος ή σε αριθμό με άλλα πλοία («Ἀργείων δὲ ταῑσδ' ἰσήρετμοι νᾱες ἕστασαν πέλας» — κοντά σ' αυτά είχαν αράξει τα πλοία τών Αργείων ίσα σε μέγεθος ή σε αριθμό με τα άλλα πλοία, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ήρετμος (< ἐρετμόν «κουπί») —το η- λόγω της συνθέσεως—, πρβλ. λευκ-ήρετμος, φιλ-ήρετμος].
Russian (Dvoretsky)
ἰσήρετμος: равный по числу (т. е. с одинаковым числом) весел (νῆες Eur.).