Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μενεπτόλεμος: Difference between revisions

From LSJ

Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'

Menander, Monostichoi, 387
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μενεπτόλεμος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν εγκαταλείπει τη [[θέση]] του στη [[μάχη]], που υπομένει γενναία την [[επίθεση]] τών εχθρών, ο [[καρτερικός]] στον πόλεμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μενε</i>- (<b>βλ.</b> [[μένω]]) <span style="color: red;">+</span> [[πτόλεμος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φερε</i>-[[πτόλεμος]], <i>φυγο</i>-[[πτόλεμος]])].
|mltxt=[[μενεπτόλεμος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν εγκαταλείπει τη [[θέση]] του στη [[μάχη]], που υπομένει γενναία την [[επίθεση]] τών εχθρών, ο [[καρτερικός]] στον πόλεμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μενε</i>- (<b>βλ.</b> [[μένω]]) <span style="color: red;">+</span> [[πτόλεμος]] ([[πρβλ]]. <i>φερε</i>-[[πτόλεμος]], <i>φυγο</i>-[[πτόλεμος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενεπτόλεμος Medium diacritics: μενεπτόλεμος Low diacritics: μενεπτόλεμος Capitals: ΜΕΝΕΠΤΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: meneptólemos Transliteration B: meneptolemos Transliteration C: meneptolemos Beta Code: menepto/lemos

English (LSJ)

ον, A staunch in battle, steadfast, Il.19.48, etc.; ἥρως B.16.73; Περαιβοί, Κουρῆτες, Il.2.749, B.5.126.

German (Pape)

[Seite 132] den Kampf bestehend, in der Schlacht ausharrend, d. i. kriegerisch, muthig; Τυδείδης, Il. 19, 48, u. von andern Helden, auch Περαιβοί, 2, 749; sp. D., Iulian. Aeg. 31 (Plan. 173).

Greek (Liddell-Scott)

μενεπτόλεμος: -ον, ὁ ἀντέχων ἐν πολέμῳ, καρτερικὸς ἐν μάχῃ, εὐσταθής, γενναῖος, ἐπίθ. τῶν ἡρώων, Ἰλ. Τ. 48, μενεπτόλεμος ἥρως Βακχυλ. XVI [XVII], 73, κλ.· - ὡσαύτως ἐπὶ ἔθνους, Ἰλ. Β. 749, Βακχυλ. V, 126· - ἰσοδύναμον τῷ μεναίχμης, μενεδήιος, μενέχαρμος, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui attend le combat de pied ferme, vaillant, belliqueux.
Étymologie: μένω, πτόλεμος.

English (Autenrieth)

(μένω): steadfast in battle. (Il.)

Greek Monolingual

μενεπτόλεμος, -ον (Α)
αυτός που δεν εγκαταλείπει τη θέση του στη μάχη, που υπομένει γενναία την επίθεση τών εχθρών, ο καρτερικός στον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε- (βλ. μένω) + πτόλεμος (πρβλ. φερε-πτόλεμος, φυγο-πτόλεμος)].

Greek Monotonic

μενεπτόλεμος: -ον, αυτός που επιμένει στη μάχη, σταθερός, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

μενεπτόλεμος: не отступающий в сражении, стойкий в бою (Τυδείδης Hom.).

Middle Liddell

μενε-πτόλεμος, ον
staunch in battle, steadfast, Il.