ἀμφίδυμος: Difference between revisions
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφίδυμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[λιμάνι]]) αυτό που έχει δύο στόμια<br /><b>2.</b> [[διπλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δυ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δύο</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>μος</i> ( | |mltxt=[[ἀμφίδυμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[λιμάνι]]) αυτό που έχει δύο στόμια<br /><b>2.</b> [[διπλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δυ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δύο</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>μος</i> ([[πρβλ]]. [[δίδυμος]], [[τρίδυμος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:50, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A two-fold, double, λιμένες ἀ. Od.4.847; ἀκταί A.R. 1.940; πλάστιγγες Opp. H.2.179; ἰσθμός Str.6.1.5; of double nature, Opp.C.3.483; with two barbs, ἄκοντες 1.92. (The termin. -δυμος recurs in δίδυμος, τρίδυμος.)
German (Pape)
[Seite 138] (δύομαι), von beiden Seiten zugänglich, Hom. einmal, Od. 4, 847 λιμένες δ' ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ ἀμφίδυμοι, Plur. Homerisch für den Sing.; – ἀκταί Ap. Rh. 1, 940; Opp. Cyn. 3, 483 der Strauß γένεθλον ἀμφίδυμον – μετὰ στρουθοῖο κάμηλος, ein Doppelgeschlecht; öfter bei sp. D. für zweifach, zwei.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίδῠμος: -ον, δίδυμος, διπλοῦς, λιμὴν ἀμφ. Ὀδ. Δ. 847· ἀκταὶ Ἀπολ. Ρόδ. Α. 940, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 179: ὁ διπλῆν ἔχων φύσιν, ὁ αὐτ. Κυν. 3. 483. (Ἡ κατάληξις -δυμος ἀπαντᾷ καὶ ἐν ταῖς λέξ. δίδυμος, τρίδυμος).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
double.
Étymologie: ἀμφί, δίδυμος.
English (Autenrieth)
double, only pl., λιμένες (on both sides of the island), Od. 4.847†.
Spanish (DGE)
(ἀμφίδῠμος) -ον
1 doble λιμένες ἀ. puertos en ambas costas (en una isla) Od.4.847, cf. Call.Fr.15, ἀκταὶ ἀ. las riberas (de un istmo) que tiene puertos en ambas costas A.R.1.940, cf. Str.6.1.5 ἀ. πλάστιγγες dobles valvas de la ostra Opp.H.2.179
•gener. dos ἄκοντες Opp.C.1.92 (de doble gancho según el Sch.), παῖδες Opp.C.3.61.
2 de doble naturaleza γένεθλον (cruce de camello y avestruz), Opp.C.3.483.
Greek Monolingual
ἀμφίδυμος, -ον (Α)
1. (για λιμάνι) αυτό που έχει δύο στόμια
2. διπλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -δυ (< δύο) + -μος (πρβλ. δίδυμος, τρίδυμος)].
Greek Monotonic
ἀμφίδῠμος: -ον, διπλωμένος, διπλός, λιμὴν ἀμφ., σε Ομήρ. Οδ. (η κατάληξη -δυμος συναντάται ξανά στο δί-δυμος, τρί-δυμος).
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίδυμος: открытый, доступный с двух сторон (λιμένες Hom.).
Middle Liddell
[The term. -δυμος recurs in δίδυμος, τρίδυμος.]
two-fold, double, λιμὴν ἀμφ. Od.