παιγνιώδης: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[παιγνιώδης]], -ῶδες) [[παίγνιον]]<br />[[διασκεδαστικός]], [[αστείος]], [[παιχνιδιάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παιγνιῶδες</i><br />εύθυμη [[διάθεση]], [[αστείος]] [[χαρακτήρας]] («[[μήτε]] τὸ φρόνιμον [[μήτε]] τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῑν ἐκ τῆς ψυχῆς», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παιγνιωδώς</i> (Α παιγνιωδῶς)<br />με παιγνιώδη, με διασκεδαστικό τρόπο.
|mltxt=-ες (Α [[παιγνιώδης]], -ῶδες) [[παίγνιον]]<br />[[διασκεδαστικός]], [[αστείος]], [[παιχνιδιάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παιγνιῶδες</i><br />εύθυμη [[διάθεση]], [[αστείος]] [[χαρακτήρας]] («[[μήτε]] τὸ φρόνιμον [[μήτε]] τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῖν ἐκ τῆς ψυχῆς», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παιγνιωδώς</i> (Α παιγνιωδῶς)<br />με παιγνιώδη, με διασκεδαστικό τρόπο.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:20, 26 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιγνιώδης Medium diacritics: παιγνιώδης Low diacritics: παιγνιώδης Capitals: ΠΑΙΓΝΙΩΔΗΣ
Transliteration A: paigniṓdēs Transliteration B: paigniōdēs Transliteration C: paigniodis Beta Code: paigniw/dhs

English (LSJ)

ες, = παίγνιος (playful, sportive, droll), Plu. Ages. 2 ; τὸ π. playfulness, X. HG 2.3.56 ; τὸ παιγνιωδέστερον Id. Smp. 2.26.

German (Pape)

[Seite 438] ες, scherzhaft, spielend, spottend, Plut. u. a. Sp.; τὸ παιγνιῶδες, Scherzhaftigkeit, muntere Laune, τοῦ θανάτου παρεστηκότος μήτε τὸ φρόνιμον μήτε τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῖν ἐκ τῆς ψυχῆς, Xen. Hell. 2, 3, 56; ὑπὸ τοῦ οἴνου ἀναπειθόμενοι πρὸς τὸ παιγνιωδέστερον ἀφιξόμεθα, Conv. 2, 26. – Auch adv., Sp., wie Schol. Ar. Plut. 590.

Greek (Liddell-Scott)

παιγνιώδης: -ες, (εἶδος) ἀστεῖος, διασκεδαστικός, εὐστοχίη Πλουτ. Ἀγησ. 2, κτλ.· τὸ παιγνιῶδες, ἡ παιγνιώδης διάθεσις, ὁ ἀστεῖος χαρακτήρ, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· τὸ παιγνιωδέστερον ὁ αὐτ. ἐν Σύμπ. 2. 26.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui se fait par jeu.
Étymologie: παίγνιον, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (Α παιγνιώδης, -ῶδες) παίγνιον
διασκεδαστικός, αστείος, παιχνιδιάρης
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ παιγνιῶδες
εύθυμη διάθεση, αστείος χαρακτήραςμήτε τὸ φρόνιμον μήτε τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῖν ἐκ τῆς ψυχῆς», Ξεν.).
επίρρ...
παιγνιωδώς (Α παιγνιωδῶς)
με παιγνιώδη, με διασκεδαστικό τρόπο.

Greek Monotonic

παιγνιώδης: -ες (εἶδος), παιχνιδιάρικος, διασκεδαστικός, σε Πλούτ.· τὸπαιγνιώδες, παιχνιδιάρικη διάθεση, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

παιγνιώδης: служащий для забавы, веселый Xen., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιγνιώδης -ῶδες [παίγνιον] geestig, grappig; subst. τὸ παιγνιῶδες geestigheid, humor.

Middle Liddell

παιγνι-ώδης, ες εἶδος
playful, sportive, Plut.: τὸ παιγνιῶδες playfulness, Xen.