μεγαλογνώμων: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεγαλογνώμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υψηλό και ευγενές [[φρόνημα]], [[μεγαλόφρων]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μεγαλόγνωμον</i><br />η [[μεγαλογνωμοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-[[γνώμων]], <i>ισχυρο</i>-[[γνώμων]].
|mltxt=[[μεγαλογνώμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υψηλό και ευγενές [[φρόνημα]], [[μεγαλόφρων]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μεγαλόγνωμον</i><br />η [[μεγαλογνωμοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), [[πρβλ]]. <i>ευ</i>-[[γνώμων]], <i>ισχυρο</i>-[[γνώμων]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλογνώμων Medium diacritics: μεγαλογνώμων Low diacritics: μεγαλογνώμων Capitals: ΜΕΓΑΛΟΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: megalognṓmōn Transliteration B: megalognōmōn Transliteration C: megalognomon Beta Code: megalognw/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, of lofty sentiments, high-minded, X. Oec. 21.8 ; τὸ μ., = μεγαλογνωμοσύνη (high-mindedness, loftiness of sentiment), Philostr. Ep. 73, cf. X. Ages. 9.6.

German (Pape)

[Seite 106] ον, von hoher, erhabener Gesinnung, Xen. Oec. 21, 8 Ages. 9, 6 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλογνώμων: -ον, ὁ ἔχων ἔξοχα, γενναῖα αἰσθήματα, μεγαλόφρων, Ξεν. Οἰκ. 21, 8· τὸ μ. = τῷ προηγ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 9. 6.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui a de grands sentiments, magnanime ; τὸ μεγαλογνῶμον la magnanimité.
Étymologie: μέγας, γνώμη.

Greek Monolingual

μεγαλογνώμων, -ον (Α)
1. αυτός που έχει υψηλό και ευγενές φρόνημα, μεγαλόφρων
2. το ουδ. ως ουσ. το μεγαλόγνωμον
η μεγαλογνωμοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ευ-γνώμων, ισχυρο-γνώμων.

Greek Monotonic

μεγᾰλογνώμων: -ον, αυτός που έχει ευγενές φρόνημα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλογνώμων: 2, gen. ονος с возвышенным образом мыслей, проникнутый благородством Xen.

Middle Liddell

μεγᾰλο-γνώμων, ον,
high-minded, Xen.