βαθύθριξ: Difference between revisions
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ύτριχος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> aux cheveux touffus;<br /><b>2</b> à | |btext=ύτριχος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> aux cheveux touffus;<br /><b>2</b> à l'épaisse toison.<br />'''Étymologie:''' [[βαθύς]], [[θρίξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 09:55, 5 September 2022
English (LSJ)
-τριχος, ὁ, ἡ, with thick, long mane, Opp. C. 1.314; of sheep, with thick or long wool, h.Ap. 412.
German (Pape)
[Seite 424] τριχος, mit dickem, langem Haar, μῆλα βαθύτριχα (was auch von βαθύτριχος kommen kann), dichtwollig, H. h. Apoll. 412; ἵππου βαθύτριχα δείρην, dichtmähnig, Opp. C. 1, 314.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰς καὶ πυκνὰς τρίχας, Ὀππ. Κυν. 1. 313· ἐπὶ προβάτων ἐχόντων πυκνὰ ἢ μακρὰ ἔρια, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 412.
French (Bailly abrégé)
ύτριχος (ὁ, ἡ)
1 aux cheveux touffus;
2 à l'épaisse toison.
Étymologie: βαθύς, θρίξ.
Spanish (DGE)
(βᾰθύθριξ) -τρῐχος
de larga vedija μῆλα h.Ap.412, δειρή de un caballo, Opp.C.314.
Greek Monolingual
βαθύθριξ (-τριχος), ο, η (Α)
αυτός που έχει μακριές και πυκνές τρίχες.
Greek Monotonic
βᾰθύθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, λέγεται για πρόβατα, αυτά που έχουν μακριά ή πυκνά μαλλιά, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
βαθύθριξ: τριχος adj. глубокорунный (μῆλα HH).