κυδνός: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυδνός]], -ή, -όν (Α)<br />[[ένδοξος]], φημισμένος («Διὸς κυδνὴ [[παράκοιτις]]», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παρλλ. τ. του [[κυδρός]], που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>νος</i> ( | |mltxt=[[κυδνός]], -ή, -όν (Α)<br />[[ένδοξος]], φημισμένος («Διὸς κυδνὴ [[παράκοιτις]]», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παρλλ. τ. του [[κυδρός]], που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>νος</i> ([[πρβλ]]. <i>αγ</i>-<i>νός</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ή, όν, A = κυδρός, Hes.Th.328 (v.l. κυδρή), IG14.2117; v.l. for κυδρός, Hes.Op.257.
German (Pape)
[Seite 1524] = κυδρός, Beiwort der Dike, Hes. O. 259, l. d., wie auch bei Ath. III, 116 c u. Alcman. bei Schol. Pind. P. 4, 319 die v. l. κυδρός vorzuziehen scheint.
Greek (Liddell-Scott)
κυδνός: -ή, -όν, ἔνδοξος, ἐπίθετ. εὑρισκόμενον ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. τοῦ Ἡσ. Θ. 328, Ἔργ. κ. Ἡμ. 255, Ποιητ. παρ’ Ἀθην. 116C, ἀλλ’ οὐδαμοῦ ἄνευ τῆς διαφ. γραφ. κυδρός.
Greek Monolingual
κυδνός, -ή, -όν (Α)
ένδοξος, φημισμένος («Διὸς κυδνὴ παράκοιτις», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρλλ. τ. του κυδρός, που εμφανίζει επίθημα -νος (πρβλ. αγ-νός)].
Greek Monotonic
κυδνός: -ή, -όν = κυδρός, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
κυδνός: Hes. = κυδρός.