αἰψηρός: Difference between revisions
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
|||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''αἰψηρός:''' немедленный, быстрый, поспешный: αἰ. [[κόρος]] κρυεροῖο γόοιο Hom. скоро притупляется леденящая скорбь; λῦσεν ἀγορὴν αἰψηρήν Hom. он тотчас же распустил собрание. | |elrutext='''αἰψηρός:''' [[немедленный]], [[быстрый]], [[поспешный]]: αἰ. [[κόρος]] κρυεροῖο γόοιο Hom. скоро притупляется леденящая скорбь; λῦσεν ἀγορὴν αἰψηρήν Hom. он тотчас же распустил собрание. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[αἶψα]]<br />[[quick]], [[speedy]], in [[haste]], Hom. | |mdlsjtxt=[[αἶψα]]<br />[[quick]], [[speedy]], in [[haste]], Hom. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 20 August 2022
English (LSJ)
ά, όν, (αἶψα) A quick, speedy, sudden, αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο satiety in grief comes soon, Od.4.103; λῦσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν he dismissed the assembly in haste, Il.19.276, Od.2.257; Ζεφύρου αἰ. πνοαί Pi.Parth.2.17; πούς Lyc.515. Adv. -ῶς Aristarch. ap.Apollon.Lex. s.v. αἶψα.—Notin Trag.
Greek (Liddell-Scott)
αἰψηρός: -ά, -όν, (αἶψα) = ταχύς, ὁρμητικός, κατεσπευσμένος, αἰφνίδιος, αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο, ὁ κόρος ἐν τῇ θλίψει ἔρχεται ταχέως, Ὀδ. Δ. 103· λῦσεν δ’ ἀγορὴν αἰψηρήν, ἀπέλυσε τὴν συνέλευσιν τὴν ταχέως διαλυομένην· ὁ Ἀρίσταρχ. ὅμως ἑρμηνεύει αἰψηρῶς = ἐν σπουδῇ, Ἰλ. Τ. 276, Ὀδ. Β. 257.· ὡς τὸ θοὴν ἀλεγύνετε δαῖτα = θοῶς, Ὀδ. Θ. 38· ἄχρηστον παρ’ Ἀττ., πρβλ. λαιψηρός.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
prompt, rapide ; λύσεν δ’ ἀγορὴν αἰψηρήν IL il congédia l’assemblée qui se dispersa aussitôt.
Étymologie: αἶψα.
English (Autenrieth)
(αἶψα): quick(ly), used with the sense of the adv.; λῦσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν, Il. 19.276, Od. 2.257; αἰψηρὸς δὲ κόρος, ‘soon’ comes, Od. 4.103.
English (Slater)
αἰψηρός
1 sudden ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 17.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 rápido, veloz como pred. λῦσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν rápidamente disolvió la asamblea, Il.19.276, αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο pronto llega el cansancio del llanto lamentoso, Od.4.103, πνοαί Pi.Fr.94b.17, ἄνεμοι Philet.Fr.Poet.14, ἀνέμων ῥιπῇσιν ἐοικότες αἰψηρῇσι Q.S.8.184, πούς Lyc.515.
2 adv. -ῶς rápidamente Aristarch. en Apollon.Lex.173.
Greek Monolingual
αἰψηρός, -ά, -όν (Α)
1. γρήγορος, ορμητικός, ταχύς, βιαστικός
2. αυτός που επιτυγχάνεται, που συντελείται μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἶψα.
ΣΥΝΘ. αρχ. αἰψηροκέλευθος.
Greek Monotonic
αἰψηρός: -ά, -όν (αἶψα), γρήγορος, ταχύς, βιαστικός, εσπευσμένος, αιφνίδιος, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
αἰψηρός: немедленный, быстрый, поспешный: αἰ. κόρος κρυεροῖο γόοιο Hom. скоро притупляется леденящая скорбь; λῦσεν ἀγορὴν αἰψηρήν Hom. он тотчас же распустил собрание.