θαλαμίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
m (Text replacement - "ί¯" to "ῑ́")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=θᾰλᾰμίτης
|Full diacritics=θᾰλᾰμῑ́της
|Medium diacritics=θαλαμίτης
|Medium diacritics=θαλαμίτης
|Low diacritics=θαλαμίτης
|Low diacritics=θαλαμίτης

Revision as of 12:43, 9 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλᾰμῑ́της Medium diacritics: θαλαμίτης Low diacritics: θαλαμίτης Capitals: ΘΑΛΑΜΙΤΗΣ
Transliteration A: thalamítēs Transliteration B: thalamitēs Transliteration C: thalamitis Beta Code: qalami/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (A θάλαμος 111) one of the rowers on the lowest bench of a trireme, who had the shortest oars and the least pay, Sch.Ar.Ra.1106.

German (Pape)

[Seite 1182] ὁ, der in den mit drei Reihen Ruderbänken versehenen Trieren auf der untersten Ruderbank sitzende Ruderer, der das kürzeste Ruder führt u. wegen der leichtern Arbeit den geringsten Sold erhält, Schol. Ar. Ach. 161 Ran. 1072. Vgl. ζυγίτης u. θρανίτης.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλᾰμίτης: ῑ, ου, ὁ, (θάλαμος ΙΙΙ) ὁ κωπηλάτης ὁ καθήμενος ἐπὶ τῆς κατωτάτης σειρᾶς τῶν ἑδωλίων, ἔχων τὴν βραχυτάτην κώπην, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐλάχιστον μισθόν, Ἀππ. Ἐμφύλ. 5.107 (κοινῶς θαλαμίαι), Σχόλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 1074· πρβλ. ζυγίτης, θρανίτης, θαλάμαξ, θαλάμιος. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. ἐκ τοῦ θάλαμος, Τζέτζ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
rameur du rang inférieur.
Étymologie: θάλαμος.

Greek Monolingual

θαλαμίτης, ό (Α)
κωπηλάτης της κατώτατης σειράς εδωλίων της αρχαίας τριήρους ο οποίος είχε τα πιο κοντά κουπιά και τη μικρότερη αμοιβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. -ιτης (πρβλ. λοχ-ίτης, οπλ-ίτης)].

Greek Monotonic

θᾰλᾰμίτης: [ῑ], -ον, ὁ (θάλαμος III), ο κωπηλάτης, αυτός που κάθεται στην κατώτατη σειρά εδωλίων μιας τριήρους, ο οποίος είχε τα πιο μικρά κουπιά και το χαμηλότερο μισθό· πρβλ. ζυγίτης, θρανίτης.

Middle Liddell

θᾰλᾰμῑ́της, ου, θάλαμος III]
one of the rowers on the lowest bench of a trireme, who had the shortest oars and the least pay; cf. ζυγίτης, θρανίτης.