χλίω: Difference between revisions
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
mNo edit summary |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chlio | |Transliteration C=chlio | ||
|Beta Code=xli/w | |Beta Code=xli/w | ||
|Definition=[ῑ], | |Definition=[ῑ], [[luxuriate]], [[revel]], ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span> 137</span>; ὅμιλον . . πέπλοισι βαρβάροισι . . χλίοντα <span class="bibl">Id.<span class="title">Supp.</span>236</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:12, 23 August 2022
English (LSJ)
[ῑ], luxuriate, revel, ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα A.Ch. 137; ὅμιλον . . πέπλοισι βαρβάροισι . . χλίοντα Id.Supp.236.
German (Pape)
[Seite 1359] warm od. weich werden, schmelzen, zerfließen, übertr., weichlich, üppig leben, schwelgen, prunken, übermüthig sein; Aesch. ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα, Ch. 135; στόλον πέπλοισι βαρβάροισι καὶ πυκνώμασι χλίοντα Suppl. 233. – Von dieser seltenen Stammform kommt χλιδή, χλιδάω, χλιαρός u. s. w. – [Ι scheint immer lang gebraucht zu sein.]
Greek (Liddell-Scott)
χλίω: [ῑ], εἶμαι ἢ γίνομαι θερμός, εὕρηται μόνον ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Αἰσχύλ. καὶ ἐν μεταφ. σημασίᾳ ὡς τὸ τρυφάω, ἀσώτως διάγω, εἶμαι μαλθακός, ὑπερηφανεύομαι, ἐπιχαίρω, οἱ δ’ ὑπερκόπως ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα Χο. 137˙ ποδαπὸν ὅμιλον τόνδ’ ἀνελληνόστολον πέπλοισι βαρβάροισι .. χλίοντα προσφωνοῦμεν; Ἱκέτ. 235 (Ἐντεῦθεν χλιάω, χλιαρός, χλιαίνω, καὶ (τῇ παρεμβολῇ τοῦ δ) χλιδή, χλιδάω, χλοιδάω (ἴδε Curt. Et. Gr. σ. 640).
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
être dédaigneux, fier, orgueilleux.
Étymologie: cf. χλιαρός, χλιαίνω.
Greek Monolingual
Α
1. χλιαίνω
2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι χλιαρός
3. μτφ. χλιδῶ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλιαίνω.
Greek Monotonic
χλίω: [ῑ], μόνο σε ενεστ., είμαι ή γίνομαι θερμός· απ' όπου, ζω με πολυτέλεια, γλεντώ, ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
χλίω: (только praes.) досл. быть теплым или разгорячаться, перен. пользоваться (ὑπερκόπως ἐν τοῖς πόνοις τινός Aesch.): πέπλοισι καὶ πυκνώμασι χ. Aesch. быть пышно одетым.
Middle Liddell
χλῑ́ω, only in pres.]
to be or become warm: hence to luxuriate, revel, ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι Aesch.