ἀσπιδιώτης: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aspidiotis
|Transliteration C=aspidiotis
|Beta Code=a)spidiw/ths
|Beta Code=a)spidiw/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[shield-bearing]], a [[warrior]], ἀνέρες ἀσπιδιῶται <span class="bibl">Il.2.554</span>, <span class="bibl">16.167</span>, <span class="bibl">Theoc.14.67</span>, <span class="bibl">Plb.10.29.6</span>, <span class="title">AP</span>9.116: in Pl., = Lat. [[scutati]], Lyd.<span class="title">Mag.</span>1.9:—so [[ἀσπιδίτης]] [δῑ], ου, ὁ, <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>426</span>.</span>
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[shield-bearing]], a [[warrior]], ἀνέρες ἀσπιδιῶται <span class="bibl">Il.2.554</span>, <span class="bibl">16.167</span>, <span class="bibl">Theoc.14.67</span>, <span class="bibl">Plb.10.29.6</span>, <span class="title">AP</span>9.116: in Pl., = Lat. [[scutatus|scutati]], Lyd.<span class="title">Mag.</span>1.9:—so [[ἀσπιδίτης]] [δῑ], ου, ὁ, <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>426</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:02, 9 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπῐδιώτης Medium diacritics: ἀσπιδιώτης Low diacritics: ασπιδιώτης Capitals: ΑΣΠΙΔΙΩΤΗΣ
Transliteration A: aspidiṓtēs Transliteration B: aspidiōtēs Transliteration C: aspidiotis Beta Code: a)spidiw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A shield-bearing, a warrior, ἀνέρες ἀσπιδιῶται Il.2.554, 16.167, Theoc.14.67, Plb.10.29.6, AP9.116: in Pl., = Lat. scutati, Lyd.Mag.1.9:—so ἀσπιδίτης [δῑ], ου, ὁ, S.Fr.426.

German (Pape)

[Seite 373] ὁ, mit einem Schilde versehen, Hom. zweimal, ἵππους τε καὶ ἀνέρας ἀσπιδιώτας Iliad. 2, 554. 16, 167; sp. D., Theocr. 14, 67; in Prosa, Pol. 10, 29 u. Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπῐδιώτης: ὁ, ἀσπιδοφόρος, πολεμιστής, ἀνέρες ἀσπιδιῶται Ἰλ. Β. 554., Π. 167, Ἀνακρ. 34: ― οὕτω καὶ ἀσπιδίτης [δῑ], ου, Σοφ. Ἀποσπ. 376.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
armé d’un bouclier.
Étymologie: ἀσπίς.

English (Autenrieth)

shield-bearing, Il. 2.554 and Il. 16.167.

Spanish (DGE)

(ἀσπῐδιώτης) -ου, ὁ

• Grafía: graf. -ότης Hsch.
guerrero con escudo ἀνέρες ἀσπιδιῶται Il.2.554, 16.167, cf. Theoc.14.67, 17.93, Plb.10.29.6, 10.30.9, IGBulg.3.1580.2 (Augusta Trajana III d.C.), Colluth.58, AP 9.116, Nonn.Par.Eu.Io.18.14, Βάκχος Nonn.D.45.239.

Greek Monolingual

ἀσπιδιώτης και ασπιδίτης, ο (Α)
ο ασπιδοφόρος, ο πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς(-ίδος). Ο τ. ασπιδίτης πιθ. αναλογικά προς το οπλίτης. Το επίθημα -ιώτης του τ. ασπιδιώτης για λόγους μετρικούς (πρβλ. ομηρ. αγροιώτης). Η υπόθεση ότι οφείλεται επίσης σε αναλογική επίδραση του στρατιώτης προσκρούει στη μεθομηρική εμφάνιση του τ. στρατιώτης.

Greek Monotonic

ἀσπῐδιώτης: ὁ (ἀσπίς), αυτός που φέρει ασπίδα, πολεμιστής, ασπιδοφόρος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπῐδιώτης: ου ὁ щитоносец, воин Hom., Theocr., Polyb., Plut.

Middle Liddell

ἀσπίς
shield-bearing, a warrior, Il.