πτοία: Difference between revisions
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[πτόα]] και [[πτόη]] και πτοίη, ἡ, Α [[πτοῶ</i> / <i>πτοιῶ]]<br /><b>1.</b> [[πτόηση]], [[μεγάλος]] [[φόβος]], [[τρομάρα]] (α. «[[ἀδιήγητος]] κατεῖχε ταραχὴ καὶ [[πτοία]] τοὺς Ῥωμαίους», <b>Πλούτ.</b><br />β. | |mltxt=και [[πτόα]] και [[πτόη]] και πτοίη, ἡ, Α [[πτοῶ</i> / <i>πτοιῶ]]<br /><b>1.</b> [[πτόηση]], [[μεγάλος]] [[φόβος]], [[τρομάρα]] (α. «[[ἀδιήγητος]] κατεῖχε ταραχὴ καὶ [[πτοία]] τοὺς Ῥωμαίους», <b>Πλούτ.</b><br />β. «θεωροῦν | ||
τες οἱ Ῥωμαῖοι τὴν ἐν τοῖς πεζοῑς στρατοπέδοις πτοίαν καὶ δυσελπιστίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διέγερση]], [[ορμή]] της ψυχής, [[παρόρμηση]] (α. «[[πάθος]] ἐστὶ [[πτοία]] ψυχής», Ζήν.<br />β. «[[πτοία]] περὶ τὰ ἀφροδίσια», Επίκ). | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:30, 27 March 2021
English (LSJ)
Ep. πτοίη Opp.H.3.431, Nic.Al.212: rarely πτόα, EM 695.1, v.l. in Ph.1.531; and πτόη, LXX 1 Ma.3.25, 3 Ma.6.17: ἡ: (πτοέω):—A terror, fright, Onos.6.5; παραχὴ καὶ π. Plu.Fab.11, cf. Ph.2.204, al.; ἀμυδραὶ καὶ φαντασιώδεις π. Philostr.VA7.14, cf. Plb. 1.39.14, 1.68.6. II excitement, πάθος ἐστὶ πτοία ψυχῆς Zeno Stoic. 1.51, cf. Chrysipp.ib.3.127; π. περὶ τὰ ἀφροδίσια, εἰς ἀφρ., Epicur. Fr.458, Ael.NA10.27; ἡ περὶ φιλοσοφίαν π. Procl.in Alc.p.43C., cf. Plu.2.83d: pl., Ti.Locr.103b.
German (Pape)
[Seite 810] ἡ, = πτόα; καὶ παραφροσύναι, im plur., Tim. Locr. 103 b; Pol. 1, 39, 14 u. öfter; ἐς κραδίην πτοίην βάλε, Nic. Al. 212; εἰς Ἀφροδίσια, Ael. H. A. 10, 27; φόβῳ καὶ πτοίᾳ, Philostr.; ταραχὴ καὶ πτοία κατεῖχε τοὺς Ῥωμαίους, Plut. Fab. 11.
Greek (Liddell-Scott)
πτοίᾱ: πτοιᾱλέος, πτοιέω, πτοίησις, πτοιητός, ἴδε ἐν λ. πτο-.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 épouvante, effroi;
2 transport de passion.
Étymologie: πτοέω.
Greek Monolingual
και πτόα και πτόη και πτοίη, ἡ, Α [[πτοῶ / πτοιῶ]]
1. πτόηση, μεγάλος φόβος, τρομάρα (α. «ἀδιήγητος κατεῖχε ταραχὴ καὶ πτοία τοὺς Ῥωμαίους», Πλούτ.
β. «θεωροῦν
τες οἱ Ῥωμαῖοι τὴν ἐν τοῖς πεζοῑς στρατοπέδοις πτοίαν καὶ δυσελπιστίαν», Πολ.)
2. διέγερση, ορμή της ψυχής, παρόρμηση (α. «πάθος ἐστὶ πτοία ψυχής», Ζήν.
β. «πτοία περὶ τὰ ἀφροδίσια», Επίκ).
Russian (Dvoretsky)
πτοία: ἡ = πτόα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτοία -ας, ἡ [πτοέω] vrees.