πυκνώνω: Difference between revisions
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=πυκνῶ, -όω, ΝΜΑ [[πυκνός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] πυκνό, [[προκαλώ]] [[μεγάλη]] [[προσέγγιση]] τών συστατικών, [[συμπυκνώνω]] («ὁ ἀτμὸς πυκνοῡται καὶ σταγόνες ἀποπίπτουσι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[πολλά]] και χωρισμένα [[μεταξύ]] τους πράγματα) [[φέρνω]] πολύ [[κοντά]], [[συνωθώ]] (α. «[[πυκνώνω]] τις γραμμές του στρατού» β. «πυκνοῡσθαι εἰς ἐλάττω τόπον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] παχύρρευστο<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] πολυαριθμότερο ή συχνότερο, [[πολλαπλασιάζω]] [[κάτι]] («πύκνωσε τις επισκέψεις της»)<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] [[πυκνός]], συμπυκνώνομαι<br /><b>4.</b> (στην προστ. αορ.) <i>πυκνώσατε</i><br />(ως στρατιωτικό και γυμναστικό [[παράγγελμα]]) συμπτηχθείτε, τοποθετηθείτε σε πυκνή [[τάξη]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το <i>αραιώσατε</i><br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για το [[αποτέλεσμα]] του ψύχους) [[στερεοποιώ]], [[παγώνω]], [[πήζω]] («το... ψυχρόν, οὐ μόνον σκληρύνει, ἀλλὰ καὶ πυκνοῑ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συσφίγγω]], [[στενεύω]], («πυκνοῡν τοὺς πόρους», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> (σχετικά με το [[στομάχι]]) [[υπερπληρώ]]<br /><b>4.</b> [[καλύπτω]] [[κάτι]] [[πυκνά]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («νέφεσι πυκνοῡσι τὸν οὐρανόν, [[καικίας]] μὲν [[σφόδρα]], λὶψ δὲ ἀραιοτέροις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>(λογ.)</b> [[συμπτύσσω]] ως [[προς]] τη [[σημασία]], ως [[προς]] το [[νόημα]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i> | |mltxt=πυκνῶ, -όω, ΝΜΑ [[πυκνός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] πυκνό, [[προκαλώ]] [[μεγάλη]] [[προσέγγιση]] τών συστατικών, [[συμπυκνώνω]] («ὁ ἀτμὸς πυκνοῡται καὶ σταγόνες ἀποπίπτουσι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[πολλά]] και χωρισμένα [[μεταξύ]] τους πράγματα) [[φέρνω]] πολύ [[κοντά]], [[συνωθώ]] (α. «[[πυκνώνω]] τις γραμμές του στρατού» β. «πυκνοῡσθαι εἰς ἐλάττω τόπον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] παχύρρευστο<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] πολυαριθμότερο ή συχνότερο, [[πολλαπλασιάζω]] [[κάτι]] («πύκνωσε τις επισκέψεις της»)<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] [[πυκνός]], συμπυκνώνομαι<br /><b>4.</b> (στην προστ. αορ.) <i>πυκνώσατε</i><br />(ως στρατιωτικό και γυμναστικό [[παράγγελμα]]) συμπτηχθείτε, τοποθετηθείτε σε πυκνή [[τάξη]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το <i>αραιώσατε</i><br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για το [[αποτέλεσμα]] του ψύχους) [[στερεοποιώ]], [[παγώνω]], [[πήζω]] («το... ψυχρόν, οὐ μόνον σκληρύνει, ἀλλὰ καὶ πυκνοῑ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συσφίγγω]], [[στενεύω]], («πυκνοῡν τοὺς πόρους», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> (σχετικά με το [[στομάχι]]) [[υπερπληρώ]]<br /><b>4.</b> [[καλύπτω]] [[κάτι]] [[πυκνά]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («νέφεσι πυκνοῡσι τὸν οὐρανόν, [[καικίας]] μὲν [[σφόδρα]], λὶψ δὲ ἀραιοτέροις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>(λογ.)</b> [[συμπτύσσω]] ως [[προς]] τη [[σημασία]], ως [[προς]] το [[νόημα]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>πυκνοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />(για την [[αναπνοή]]) συγκρατούμαι<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] [[σύντομος]] και [[περιεκτικός]] («πεπύκνωται [ὁ Λυσίας] τοῖς χρήμασι», Δίον. Αλ.)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «πυκνῶ ἐμαυτόν» — συγκεντρώνομαι σκεπτόμενος, [[συγκεντρώνω]] τον νου μου σε [[κάτι]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:45, 26 March 2021
Greek Monolingual
πυκνῶ, -όω, ΝΜΑ πυκνός
1. καθιστώ κάτι πυκνό, προκαλώ μεγάλη προσέγγιση τών συστατικών, συμπυκνώνω («ὁ ἀτμὸς πυκνοῡται καὶ σταγόνες ἀποπίπτουσι», Ιπποκρ.)
2. (σχετικά με πολλά και χωρισμένα μεταξύ τους πράγματα) φέρνω πολύ κοντά, συνωθώ (α. «πυκνώνω τις γραμμές του στρατού» β. «πυκνοῡσθαι εἰς ἐλάττω τόπον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. κάνω κάτι παχύρρευστο
2. κάνω κάτι πολυαριθμότερο ή συχνότερο, πολλαπλασιάζω κάτι («πύκνωσε τις επισκέψεις της»)
3. γίνομαι πυκνός, συμπυκνώνομαι
4. (στην προστ. αορ.) πυκνώσατε
(ως στρατιωτικό και γυμναστικό παράγγελμα) συμπτηχθείτε, τοποθετηθείτε σε πυκνή τάξη, σε αντιδιαστολή προς το αραιώσατε
αρχ.
1. (για το αποτέλεσμα του ψύχους) στερεοποιώ, παγώνω, πήζω («το... ψυχρόν, οὐ μόνον σκληρύνει, ἀλλὰ καὶ πυκνοῑ», Αριστοτ.)
2. συσφίγγω, στενεύω, («πυκνοῡν τοὺς πόρους», Θεόφρ.)
3. (σχετικά με το στομάχι) υπερπληρώ
4. καλύπτω κάτι πυκνά με κάτι άλλο («νέφεσι πυκνοῡσι τὸν οὐρανόν, καικίας μὲν σφόδρα, λὶψ δὲ ἀραιοτέροις», Αριστοτ.)
5. (λογ.) συμπτύσσω ως προς τη σημασία, ως προς το νόημα
6. μέσ. πυκνοῦμαι, -όομαι
(για την αναπνοή) συγκρατούμαι
7. παθ. είμαι σύντομος και περιεκτικός («πεπύκνωται [ὁ Λυσίας] τοῖς χρήμασι», Δίον. Αλ.)
8. φρ. «πυκνῶ ἐμαυτόν» — συγκεντρώνομαι σκεπτόμενος, συγκεντρώνω τον νου μου σε κάτι.