φειδωλή: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1260.png Seite 1260]] ἡ, = [[φειδώ]]; Il. 22, 244; Solon frg. 5, 46; Phani. 1 (XII, 31). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1260.png Seite 1260]] ἡ, = [[φειδώ]]; Il. 22, 244; Solon frg. 5, 46; Phani. 1 (XII, 31). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[φειδώ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φειδωλή''': ἡ, = [[φειδώ]], μηδέ τι δούρων ἔστω φειδωλὴ Ἰλ. Χ. 244, Σόλων 12. 46· φειδωλὴν ἀπόθου Ἀνθ. Π. 12, 31. | |lstext='''φειδωλή''': ἡ, = [[φειδώ]], μηδέ τι δούρων ἔστω φειδωλὴ Ἰλ. Χ. 244, Σόλων 12. 46· φειδωλὴν ἀπόθου Ἀνθ. Π. 12, 31. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 10:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, = φειδώ (sparing, thrift, parsimony), Il. 22.244, Sol. 13.46, AP 12.31 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 1260] ἡ, = φειδώ; Il. 22, 244; Solon frg. 5, 46; Phani. 1 (XII, 31).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
c. φειδώ.
Greek (Liddell-Scott)
φειδωλή: ἡ, = φειδώ, μηδέ τι δούρων ἔστω φειδωλὴ Ἰλ. Χ. 244, Σόλων 12. 46· φειδωλὴν ἀπόθου Ἀνθ. Π. 12, 31.
English (Autenrieth)
sparing, grudging use, Il. 22.244†.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. φειδώ, οικονομία
2. θηλ. τοῦ φειδωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φείδ-ομαι + επίθημα -ωλή (πρβλ. εὐχ-ωλή, τερπ-ωλή). Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ η κατάλ. -ωλή έχει προέλθει από την κατάλ. τών επιθ. -ωλός, το ουσ. φειδωλή είναι αρχαιότερο του φειδωλός. Ανάλογη περίπτωση παρατηρείται και στο ζεύγος ἁμαρτωλή: ἁμαρτωλός.
Greek Monotonic
φειδωλή: ἡ, = φειδώ, σε Ομήρ. Ιλ., Σόλωνα.
Russian (Dvoretsky)
φειδωλή: ἡ Hom., Anth. = φειδώ 1.