ἐπιτυχία: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπιτυχία]]) [[επιτυχής]]<br />αίσια και [[ευτυχής]] [[έκβαση]], [[ευδοκίμηση]], [[ευόδωση]], [[τελεσφόρηση]] (α. «[[επιτυχία]] στις εξετάσεις» β. «τὴν ἐν ταῑς μάχαις ἐπιτυχίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[σύνοδος]], [[συνάντηση]], [[σχέση]] («τὸ διακαὲς τοῦ πόθου τῇ ἐλπίδι τῆς ἐπιτυχίας ἀναψύχοντες», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τύχη]], [[ευτυχία]] («ὁκόσα ἐπιτυχίῃ ποιέουσιν οἱ ἰητροί», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[πλεονέκτημα]], [[υπεροχή]], [[κέρδος]]<br /><b>3.</b> [[έργο]], [[επιχείρηση]].
|mltxt=η (AM [[ἐπιτυχία]]) [[επιτυχής]]<br />αίσια και [[ευτυχής]] [[έκβαση]], [[ευδοκίμηση]], [[ευόδωση]], [[τελεσφόρηση]] (α. «[[επιτυχία]] στις εξετάσεις» β. «τὴν ἐν ταῖς μάχαις ἐπιτυχίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[σύνοδος]], [[συνάντηση]], [[σχέση]] («τὸ διακαὲς τοῦ πόθου τῇ ἐλπίδι τῆς ἐπιτυχίας ἀναψύχοντες», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τύχη]], [[ευτυχία]] («ὁκόσα ἐπιτυχίῃ ποιέουσιν οἱ ἰητροί», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[πλεονέκτημα]], [[υπεροχή]], [[κέρδος]]<br /><b>3.</b> [[έργο]], [[επιχείρηση]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπιτυχία:''' ἡ преуспеяние, успех, удача Polyb.
|elrutext='''ἐπιτυχία:''' ἡ преуспеяние, успех, удача Polyb.
}}
}}

Revision as of 09:05, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτυχία Medium diacritics: ἐπιτυχία Low diacritics: επιτυχία Capitals: ΕΠΙΤΥΧΙΑ
Transliteration A: epitychía Transliteration B: epitychia Transliteration C: epitychia Beta Code: e)pituxi/a

English (LSJ)

ἡ, A luck, chance, ὁκόσα -τυχίῃ ποιέουσιν οἱ ἰητροί Hp.Morb.1.1. 2 success, opp. ἀποτυχίη, Democr.275 ; ἐν ταῖς μάχαις Plb.1.6.4 ; τῶν μαντευμάτων D.H.3.70 ; ἔργων OG1678.2 (Egypt, ii A.D.): pl., Phld.Po.2.33 ; advantage, Ph.2.326. b κατ' ἐπιτυχίαν casually, by a fortunate coincidence, Plot.2.3.7. 3 undertaking, ματαία ἐ. BGU1060.3(i B.C.).

German (Pape)

[Seite 998] ἡ, die Erreichung eines Zweckes oder Wunsches, Glück bei Etwas, Pol. 1, 6, 4 u. öfter, wie a. Sp.; τῶν μαντευμάτων D. Hal. 3, 70.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτῠχία: ἡ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πολύβ. 1. 6, 4, Διον. Ἁλ. 3. 70, κτλ.

Greek Monolingual

η (AM ἐπιτυχία) επιτυχής
αίσια και ευτυχής έκβαση, ευδοκίμηση, ευόδωση, τελεσφόρηση (α. «επιτυχία στις εξετάσεις» β. «τὴν ἐν ταῖς μάχαις ἐπιτυχίαν», Πολ.)
μσν.
σύνοδος, συνάντηση, σχέση («τὸ διακαὲς τοῦ πόθου τῇ ἐλπίδι τῆς ἐπιτυχίας ἀναψύχοντες», Φώτ.)
αρχ.
1. τύχη, ευτυχία («ὁκόσα ἐπιτυχίῃ ποιέουσιν οἱ ἰητροί», Ιπποκρ.)
2. πλεονέκτημα, υπεροχή, κέρδος
3. έργο, επιχείρηση.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτυχία: ἡ преуспеяние, успех, удача Polyb.