παρορμώ: Difference between revisions

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />παρορμῶ, -άω, ΝΜΑ [[ορμώ]]<br />[[παρακινώ]], [[προτρέπω]], [[παροξύνω]] (α. «τον παρορμά να ασχοληθεί με την [[πολιτική]]» β. «λόγοι παρορμῶντες εἰς τὸ ἀγαθόν», <b>Ξεν.</b> γ. «παρορμᾱν εἰς ἀκολασίαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω πρόθυμη [[διάθεση]], [[είμαι]] [[πρόθυμος]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>παρορμῶμαι</i><br />[[είμαι]] [[πρόθυμος]], έχω την [[τάση]] ή τη [[διάθεση]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («οἱ... ἡγεμόνες... παρωρμήθησαν ἐπὶ τὴν στρατείαν», <b>Πολ.</b>).<br /> <b>(II)</b><br />-έω, Α<br />(για [[πλοίο]]) [[είμαι]] αγκυροβολημένος [[δίπλα]] σε [[άλλο]] (α. «τῶν παρορμούντων πλοίων τὰ μὲν συνέτριψε...», <b>Διόδ.</b> Σικ.<br />β. «ἔτυχον ἐν Ῥόδῳ πειρατὰς παρορμοῦντας αὐτοῑς», <b>Ξεν.</b> Εφέσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ὁρμῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὅρμος]]), <b>πρβλ.</b> <i>προσ</i>-[[ορμώ]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />παρορμῶ, -άω, ΝΜΑ [[ορμώ]]<br />[[παρακινώ]], [[προτρέπω]], [[παροξύνω]] (α. «τον παρορμά να ασχοληθεί με την [[πολιτική]]» β. «λόγοι παρορμῶντες εἰς τὸ ἀγαθόν», <b>Ξεν.</b> γ. «παρορμᾱν εἰς ἀκολασίαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω πρόθυμη [[διάθεση]], [[είμαι]] [[πρόθυμος]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>παρορμῶμαι</i><br />[[είμαι]] [[πρόθυμος]], έχω την [[τάση]] ή τη [[διάθεση]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («οἱ... ἡγεμόνες... παρωρμήθησαν ἐπὶ τὴν στρατείαν», <b>Πολ.</b>).<br /> <b>(II)</b><br />-έω, Α<br />(για [[πλοίο]]) [[είμαι]] αγκυροβολημένος [[δίπλα]] σε [[άλλο]] (α. «τῶν παρορμούντων πλοίων τὰ μὲν συνέτριψε...», <b>Διόδ.</b> Σικ.<br />β. «ἔτυχον ἐν Ῥόδῳ πειρατὰς παρορμοῦντας αὐτοῖς», <b>Ξεν.</b> Εφέσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ὁρμῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὅρμος]]), <b>πρβλ.</b> <i>προσ</i>-[[ορμώ]]].
}}
}}

Revision as of 12:25, 28 March 2021

Greek Monolingual

(I)
παρορμῶ, -άω, ΝΜΑ ορμώ
παρακινώ, προτρέπω, παροξύνω (α. «τον παρορμά να ασχοληθεί με την πολιτική» β. «λόγοι παρορμῶντες εἰς τὸ ἀγαθόν», Ξεν. γ. «παρορμᾱν εἰς ἀκολασίαν», Πλούτ.)
αρχ.
1. έχω πρόθυμη διάθεση, είμαι πρόθυμος
2. παθ. παρορμῶμαι
είμαι πρόθυμος, έχω την τάση ή τη διάθεση να κάνω κάτι («οἱ... ἡγεμόνες... παρωρμήθησαν ἐπὶ τὴν στρατείαν», Πολ.).
(II)
-έω, Α
(για πλοίο) είμαι αγκυροβολημένος δίπλα σε άλλο (α. «τῶν παρορμούντων πλοίων τὰ μὲν συνέτριψε...», Διόδ. Σικ.
β. «ἔτυχον ἐν Ῥόδῳ πειρατὰς παρορμοῦντας αὐτοῖς», Ξεν. Εφέσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὁρμῶ (< ὅρμος), πρβλ. προσ-ορμώ].