μύκημα: Difference between revisions

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 30: Line 30:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μύκημα:''' ατος (ῡ) τό<br /><b class="num">1)</b> мычание (μυκήματα [[βοῶν]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> рев, рычание (λεαίνης Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> гул, раскаты (βροντῆς Aesch.).
|elrutext='''μύκημα:''' ατος (ῡ) τό<br /><b class="num">1)</b> мычание (μυκήματα [[βοῶν]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[рев]], [[рычание]] (λεαίνης Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> [[гул]], [[раскаты]] (βροντῆς Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 10:05, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡκημα Medium diacritics: μύκημα Low diacritics: μύκημα Capitals: ΜΥΚΗΜΑ
Transliteration A: mýkēma Transliteration B: mykēma Transliteration C: mykima Beta Code: mu/khma

English (LSJ)

ατος, τό, = μυκηθμός (lowing, bellowing, bleating, rumbling), βοῶν μυκήματα E. Ba. 691, cf. Call. Del. 310, ARh. 1.1269, etc. ; μ. λεαίνας Theoc. 26.21 ; roar of thunder, A. Pr. 1062 (anap.) ; — rare in Prose, of a vase, Arist. Pr. 938a10 ; of the earth, Id. Mu. 396a13, DC. 68.24 ; of winds in a cave, Corn. ND 22.

German (Pape)

[Seite 216] τό, das Gebrüll; μυκήματα βοῶν, Eur. Bacch. 690; auch vom Donner, Aesch. Prom. 1064; sonst nur bei sp. D., wie Maneth. 5, 162, im plur.; auch Luc. Phalar. I, 13.

Greek (Liddell-Scott)

μύκημα: [ῡ], τό, μυκηθμός, «μούγγρισμα», βοῶν μυκήματα Εὐρ. Βάκχ. 691, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 310, κτλ.· μ. λεαίνης Θεόκρ. 26. 21· ὁ κρότος τῆς βροντῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 1062· σπάν. παρὰ πεζογράφοις, Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 3, π. Κόσμ. 4, 32· ἐπὶ τῆς γῆς, Δίων Κ. 68. 24.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mugissement.
Étymologie: μυκάομαι.

Spanish

mugido

Greek Monolingual

μύκημα, τὸ (ΑΜ, Α και μήκωμα) μυκώμαι
μυκηθμός, μουκάνισμα, μούγκρισμα («μόσχου μυκήματι βρύχημα ποιοῦν τες ὅμοιον», Πλούτ.)
αρχ.
1. ο κρότος της βροντής
2. ισχυρός ήχοςἄγγελος αὐτῷ οὐρανίης ὀάριζε σοφῷ μυκήματι φωνῆς», Νόνν.).

Greek Monotonic

μύκημα: [ῡ], τό, μούγκρισμα, μουγκανητό, μουγκρητό, λέγεται για βόδια, σε Ευρ.· λέγεται για θηλυκό λιοντάρι, σε Θεόκρ.· το μουγκρητό του κεραυνού, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μύκημα: ατος (ῡ) τό
1) мычание (μυκήματα βοῶν Eur.);
2) рев, рычание (λεαίνης Theocr.);
3) гул, раскаты (βροντῆς Aesch.).

Middle Liddell

μύ¯κημα, ατος, τό,
a lowing, bellowing, roaring, of oxen, Eur.; of a lioness, Theocr.; the roar of thunder, Aesch.

English (Woodhouse)

bellow, of cattle

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)