ὀπαδός: Difference between revisions
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η (Α [[ὀπαδός]], ιων. τ. [[ὀπηδός]])<br />αυτός που συμπορεύεται, [[συνοδοιπόρος]], [[ακόλουθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αποδέχεται και ακολουθεί τις πολιτικές ή κοινωνικές ή φιλοσοφικές ιδέες κάποιου, [[θιασώτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σωματοφύλακας]] («ἐμοὶ δ' ὀπαδοὺς τούσδε καὶ δορυσσόους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που συνοδεύει και υπηρετεί κάποιον, [[θεράπων]] ( | |mltxt=ο, η (Α [[ὀπαδός]], ιων. τ. [[ὀπηδός]])<br />αυτός που συμπορεύεται, [[συνοδοιπόρος]], [[ακόλουθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αποδέχεται και ακολουθεί τις πολιτικές ή κοινωνικές ή φιλοσοφικές ιδέες κάποιου, [[θιασώτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σωματοφύλακας]] («ἐμοὶ δ' ὀπαδοὺς τούσδε καὶ δορυσσόους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που συνοδεύει και υπηρετεί κάποιον, [[θεράπων]] («πτεροῖς ὀπαδοῖς ὕπνου κελεύθοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τέκνων [[ὀπαδός]]» — [[παιδαγωγός]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[οπάζω]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:55, 18 June 2022
English (LSJ)
A v. ὀπηδός.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπᾱδός: -όν, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ τοῦ Ἰων. ὀπηδός, (ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ., ἄν καὶ δυνάμεθα νὰ εἰκάσωμεν αὐτὸ ἐν τοῦ ῥήμ. ὀπηδέω), πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 26, Λοβ. εἰς Φρύν. 431. - Ὁ συνοδεύων τινά, συμπορευόμενος, σύντροφος, (πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν ὀπάων), Σοφ.Τρ. 1264, Εὐρ. Ἄλκ. 137· ἐπὶ σωματοφυλάκων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 985· μετὰ γεν., Πάν, Ματρὸς μεγάλας ὀπαδὸς Πινδ. Ἀποσπ. 63· ἀοιδὰ στεφάνων ἀρετᾶν τε .. ὀπ. ὁ αὐτ. ἐν Ν. 3. 13· τέκνων ὀπ., ἐπὶ παιδαγωγοῦ Εὐρ. Μήδ. 53· πυκνοστίκτων ὀπ. ἐλάφων, ἡ καταδιώκουσα αὐτάς, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Σοφ. Ο. Κ. 1095· ἀστέρες ... νυκτὸς ὀπ. Θεόκρ. 2. 166. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., μετὰ δοτ., ὁ ἀκόλουθος, συνοδεύων τινὰ καὶ ὑπηρετῶν, θεράπων, ἐγὼ Μούσῃσιν ὀπηδὸς Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 450· πτεροῖς ὀπαδοῖς ὕπνου κελεύθοις, μὲ πτέρυγας ἀκολουθούσας τὰς ὁδοὺς τοῦ ὕπνου (ἔνθα ὁ Dobree προέτεινε τὴν γραφὴν ὀπαδοῦσ’, ἀκολουθοῦσα διὰ τῆς πτήσεως τὰς ὁδοὺς τοῦ ὕπνου), Αἰσχύλ. Ἀγ. 426· σταγόνα σπονδῖτιν, θυέεσσιν ὀπηδὸν Ἀνθ. Π. 6. 190. Λέξ. ποιητ. ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ, 252C, Φιλήβῳ 63Ε, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις. (Περὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε ὀπάζω).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ, ἡ)
1 suivant, suivante;
2 qui poursuit, gén..
Étymologie: cf. ἕπομαι.
English (Slater)
ὀπᾱδός (ὁ. ἡ.)
1 attendant Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ (sc. ὦ Πάν) fr. 95. 3. ]ὀπαδὸν ως[ ?fr. 335. 7. met., ἀοιδὰν στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν (N. 3.8)
Greek Monolingual
ο, η (Α ὀπαδός, ιων. τ. ὀπηδός)
αυτός που συμπορεύεται, συνοδοιπόρος, ακόλουθος
νεοελλ.
αυτός που αποδέχεται και ακολουθεί τις πολιτικές ή κοινωνικές ή φιλοσοφικές ιδέες κάποιου, θιασώτης
αρχ.
1. σωματοφύλακας («ἐμοὶ δ' ὀπαδοὺς τούσδε καὶ δορυσσόους», Αισχύλ.)
2. ως επίθ. αυτός που συνοδεύει και υπηρετεί κάποιον, θεράπων («πτεροῖς ὀπαδοῖς ὕπνου κελεύθοις», Αισχύλ.)
3. φρ. «τέκνων ὀπαδός» — παιδαγωγός (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οπάζω].
Greek Monotonic
ὀπᾱδός: -όν, Δωρ. και Αττ. αντί Ιων. ὀπηδός,
I. ακόλουθος, σύντροφος, υπηρέτης, σε Σοφ., Ευρ.· μεταφ., ἀοιδὰ στεφάνων ὀπαδός, σε Πίνδ.· πυκνοστίκτων ὀπαδὸς ἐλάφων, αυτή που τα καταδίωκε, λέγεται για την Άρτεμη, σε Σοφ.· ἀστέρες νυκτὸς ὀπαδοί, σε Θεόκρ.
II. ως επίθ., συνοδευτικός, υπηρετικός, με δοτ., σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
ὀπᾱδός: эп.-ион. ὀπηδός ὁ и ἡ
1) спутник или спутница (τινος и τινι Anth., Trag., Plat.): νυκτὸς ὀπαδοί Theocr. (звезды) спутницы ночи;
2) проводник, провожатый или проводница, провожатая (τέκνων Eur.);
3) слуга или служанка Trag.;
4) преследователь(ница) (ἐλάφων Soph.).
Middle Liddell
ὀπᾱδός, όν
I. attendant, Soph., Eur.: metaph., ἀοιδὰ στεφάνων ὀπαδός Pind.; πυκνοστίκτων ὀπ. ἐλάφων pursuing them, of artemis, Soph.; ἀστέρες νυκτὸς ὀπ. Theocr.
II. as adj. accompanying, attending, c. dat., Hhymn. [from ὀπάζω
English (Woodhouse)
(see also: ὀπηδός) attendant, squire, attendant on a knight