ὑπερκαταβαίνω: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "τεῑχ" to "τεῖχ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[καταβαίνω]]<br />[[κατεβαίνω]] περνώντας [[πάνω]] από [[κάτι]] που βρίσκεται ψηλότερα («τοὶ μέγα τεῑχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
|mltxt=ΜΑ [[καταβαίνω]]<br />[[κατεβαίνω]] περνώντας [[πάνω]] από [[κάτι]] που βρίσκεται ψηλότερα («τοὶ μέγα τεῖχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:50, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερκαταβαίνω Medium diacritics: ὑπερκαταβαίνω Low diacritics: υπερκαταβαίνω Capitals: ΥΠΕΡΚΑΤΑΒΑΙΝΩ
Transliteration A: hyperkatabaínō Transliteration B: hyperkatabainō Transliteration C: yperkatavaino Beta Code: u(perkatabai/nw

English (LSJ)

A get down over, get quite over, μέγα τεῖχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ Il.13.50,87: c. gen., AP9.533.

German (Pape)

[Seite 1197] (s. βαίνω), darüber hinabsteigen, übersteigen, τοὶ μέγα τεῖχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ, über die Mauer, Il. 13, 50. 87.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερκαταβαίνω: ὑπερβάλλων τι καταβαίνω, μέγα τεῖχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ Ἰλ. Ν. 50, 87· μετὰ γεν., Ἀνθ. Παλατ. 9. 533.

French (Bailly abrégé)

descendre par-dessus, acc..
Étymologie: ὑπέρ, καταβαίνω.

English (Autenrieth)

aor. 2 3 pl. ὑπερκατέβησαν: go down over, surmount. (Il.)

Greek Monolingual

ΜΑ καταβαίνω
κατεβαίνω περνώντας πάνω από κάτι που βρίσκεται ψηλότερα («τοὶ μέγα τεῖχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ὑπερκαταβαίνω: μέλ. -βήσομαι, κατεβαίνω πάνω από, υπερπηδώ εντελώς, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερκαταβαίνω: переходить, перелезать: ὑ. τι Hom., Plut. и τινός Anth. перелезать через что-л.

Middle Liddell

fut. -βήσομαι
to get down over, get quite over, c. acc., Il.; c. gen., Anth.