ἐπιμειδιάω: Difference between revisions
From LSJ
mNo edit summary |
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιμειδιῶ]], [[ἐπιμειδιάω]] (AM) [[μειδιώ]]<br />[[χαμογελώ]] για [[κάτι]] ( | |mltxt=[[ἐπιμειδιῶ]], [[ἐπιμειδιάω]] (AM) [[μειδιώ]]<br />[[χαμογελώ]] για [[κάτι]] («ταῦτα ἀκούσαντα ἐπιμειδιᾱσαι λέγεται τῷ λόγῳ», Αρρ.) | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 15:53, 25 July 2021
English (LSJ)
A smile at, X.Cyr.2.2.16, A.R. 3.129; τῷ λόγῳ Arr.An.5.2.3.
German (Pape)
[Seite 960] = ἐπιμειδάω, Ap. Rh. 3, 129, u. in späterer Prosa, wie Arr. An. 5, 2, 4 Plut. Art. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμειδιάω: μέλλ. -άσω, μειδιῶ ἐπί τινι, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 16, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 129· ἐπιμειδιᾶσαι λέγεται τῷ λόγῳ Ἀρρ. Ἀν 5. 2, 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
sourire sur.
Étymologie: ἐπί, μειδιάω.
Greek Monotonic
ἐπιμειδιάω: μέλ. -ήσω [ᾰ], χαμογελώ σε κάποιον, σε Ξεν.
•ἐπιμειδιάω: μέλ. -ήσω, κοροϊδεύω, κρυφογελώ κοροϊδευτικά, ἐπιμειδήσας προσέφη, τον προσφώνησε, του απευθύνθηκε με χαμόγελο, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek Monolingual
ἐπιμειδιῶ, ἐπιμειδιάω (AM) μειδιώ
χαμογελώ για κάτι («ταῦτα ἀκούσαντα ἐπιμειδιᾱσαι λέγεται τῷ λόγῳ», Αρρ.)
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμειδιάω: Xen., Plut. = ἐπιμειδάω.