βατός: Difference between revisions
m (Text replacement - "]]de " to "]] de ") |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βᾰτός:''' (удобо)проходимый (τινι Xen., Men.; Soph. - v. l. к [[ἄβατος]]; ἡ [[ψάμμος]] Luc.; [[τόπος]] Plut.). | |elrutext='''βᾰτός:''' (удобо)проходимый (τινι Xen., Men.; Soph. - [[varia lectio|v.l.]] к [[ἄβατος]]; ἡ [[ψάμμος]] Luc.; [[τόπος]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 11:30, 9 January 2022
English (LSJ)
ή, όν, (βαίνω) A passable, accessible, τοῖς ὑποζυγίοις X.An. 4.6.17, cf. Men.924, Arr.An.4.21.3, Nonn.D.1.54, al.; = βέβηλος, opp. ἄβατος, Porph.Abst.4.11: metaph., permissible, Just.Nov.30.8 Intr. II Act., speeding, πούς Nonn.D.2.96, 18.55.
German (Pape)
[Seite 439] ή, όν, gangbar, ersteigbar, τὰ βατά Soph. frg. 109; τοῖς ὑποζυγίοις Xen. An. 4, 6, 17; λίμνη Pol. 10, 8; zu durchwaten, Arr. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰτός: -ή, -όν, (βαίνω) διαβατός, εὔβατος, τοῖς ὑποζυγίοις Ξεν. Ἀν. 4. 6, 17, Ἀρρ. Ἀν. 4. 21, 5, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 39. – Περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 109, ἴδε ἐν λ. βέβηλος.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
où l’on peut aller, accessible.
Étymologie: adj. verb. de βαίνω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 accesible, a donde se puede llegar de montañas, X.An.4.6.17, τόπος Men.Fr.751, cf. Arr.An.4.21.3, γῆ IKyme 37.39, ISmyrna 210.10 (imper.), χθών UPZ 226.10 (II a.C.), Nonn.Par.Eu.Io.1.36, τὸ ἱερόν Porph.Abst.4.11
•del mar, ríos vadeable, que se puede cruzar θάλασσα Lyc.1414, cf. Philostr.Im.1.25.2, Nonn.D.1.54, Par.Eu.Io.6.19
•fig. accesible, fácil del estilo de Tucídides AP 9.583, ὥστε μηδενὶ τὰς τοιαύτας ἀργυρολογίας βατὰς ... γίνεσθαι Iust.Nou.30.8 tít.
2 rápido πούς Nonn.D.2.96, 18.55.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM βατός, -ή, -όν) βαίνω
1. διαβατός, ευκολοπέραστος
2. κατορθωτός, εύκολος στην αντιμετώπισή του
μσν.
εκείνος που επιτρέπεται, που δεν είναι απαγορευμένος
αρχ.
1. βέβηλος (αντίθ. του άβατος)
2. φρ. «βατὸς πούς» — πόδι που κινείται γρήγορα.
Greek Monotonic
βᾰτός: -ή, -όν (βαίνω), προσπελάσιμος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
βᾰτός: (удобо)проходимый (τινι Xen., Men.; Soph. - v.l. к ἄβατος; ἡ ψάμμος Luc.; τόπος Plut.).