κακορρήμων: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακορρήμων]], -όρρημον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που λέγει το [[κακό]], που προμηνύει το [[κακό]], [[δυσοίωνος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κακορρήμων]]<br />[[ευτελής]] [[ρήτωρ]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακόρρημον</i><br />η [[κακορρημοσύνη]]·. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακορρημόνως</i> (Α)<br />με κακορρήμονα τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρήμων</i> (θ. -<i>ρη</i>-, [[πρβλ]]. [[ρήμα]], [[ρητός]] του [[εἴρω]] «[[λέγω]], [[δηλώνω]]»), [[πρβλ]]. <i>αισχρο</i>-<i>ρρήμων</i>, <i>ευθυ</i>-<i>ρρήμων</i>].
|mltxt=[[κακορρήμων]], -όρρημον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που λέγει το [[κακό]], που προμηνύει το [[κακό]], [[δυσοίωνος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κακορρήμων]]<br />[[ευτελής]] [[ρήτωρ]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακόρρημον</i><br />η [[κακορρημοσύνη]]·. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακορρημόνως</i> (Α)<br />με κακορρήμονα τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρήμων</i> (θ. -<i>ρη</i>-, [[πρβλ]]. [[ρήμα]], [[ρητός]] του [[εἴρω]] «[[λέγω]], [[δηλώνω]]»), [[πρβλ]]. [[αισχρορρήμων]], [[ευθυρρήμων]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:13, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκορρήμων Medium diacritics: κακορρήμων Low diacritics: κακορρήμων Capitals: ΚΑΚΟΡΡΗΜΩΝ
Transliteration A: kakorrḗmōn Transliteration B: kakorrēmōn Transliteration C: kakorrimon Beta Code: kakorrh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (ῥῆμα) A telling of ill, ill-omened, A.Ag.1155 (lyr.). 2 a poor speaker, D.C.77.11. II τὸ κακορρῆμον, = κακορρημοσύνη (evil-speaking, slander), Suid.s.v. Ἀρχίλοχος. Adv. κακορρημόνως Poll.8.81.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui annonce des malheurs.
Étymologie: κακός, ῥῆμα.

Greek Monolingual

κακορρήμων, -όρρημον (Α)
1. αυτός που λέγει το κακό, που προμηνύει το κακό, δυσοίωνος
2. το αρσ. ως ουσ.κακορρήμων
ευτελής ρήτωρ
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόρρημον
η κακορρημοσύνη·.
επίρρ...
κακορρημόνως (Α)
με κακορρήμονα τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ρρήμων (θ. -ρη-, πρβλ. ρήμα, ρητός του εἴρω «λέγω, δηλώνω»), πρβλ. αισχρορρήμων, ευθυρρήμων].

Greek Monotonic

κᾰκορρήμων: -ον (ῥῆμα), κακολόγος, αυτός που προμηνύει το κακό, που μιλάει με δυσοίωνες ρήσεις, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκορρήμων: 2, gen. ονος злоречивый, перен. зловещий (ὅροι θεσπεσίας ὁδοῦ Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακορρήμων -ον, gen. -ονος [κακός, ῥῆμα] onheil aankondigend.

Middle Liddell

ῥῆμα
telling of ill, ill omened, Aesch.