καταχθής: Difference between revisions
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταχθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] από [[κάτι]], [[κατάφορτος]] («καταχθὴς καρποῑο», Άρατ.)<br /><b>2.</b> παραφορτωμένος<br /><b>3.</b> [[βαρύς]] («καταχθῆ [[λάαν]]» — [[βαριά]] [[πέτρα]], <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αχθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄχθος]] «[[βάρος]], [[φορτίο]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[καταχθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] από [[κάτι]], [[κατάφορτος]] («καταχθὴς καρποῑο», Άρατ.)<br /><b>2.</b> παραφορτωμένος<br /><b>3.</b> [[βαρύς]] («καταχθῆ [[λάαν]]» — [[βαριά]] [[πέτρα]], <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αχθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄχθος]] «[[βάρος]], [[φορτίο]]»), [[πρβλ]]. [[επαχθής]], [[υπεραχθής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:25, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, (ἄχθος) A loaded with, καρποῖο Arat.1044; laden, surcharged, γαστήρ Nic.Al. 322. II heavy, λᾶαν Nonn.D.40.517.
German (Pape)
[Seite 1391] ές, belastet womit, τινός, z. B. πρῖνοι καρποῖο καταχθέες Arat. 1044; absol., Nic. Al. 322. Bei Nonn. 40, 517 λᾶας, lastend, schwer.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰταχθής: -ές, (ἄχθος) κατάφορτος, πλήρης ἔκ τινος, πρῖνοι καρποῖο κατ. Ἄρατ. 1044· καὶ ἀπολύτ., γαστὴρ κατ., πεπληρωμένη, Νικ. Ἀλ. 322· λᾶαν κ., βαρύν, Νόνν. Δ. 40. 517.
Greek Monolingual
καταχθής, -ές (Α)
1. γεμάτος από κάτι, κατάφορτος («καταχθὴς καρποῑο», Άρατ.)
2. παραφορτωμένος
3. βαρύς («καταχθῆ λάαν» — βαριά πέτρα, Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αχθής (< ἄχθος «βάρος, φορτίο»), πρβλ. επαχθής, υπεραχθής].